Η Στρατιωτική Ιστορία

Η Απόφαση για Επιχειρήσεις προς Άγκυρα

Εσκή Σεχήρ, 8 Σεπτεμβρίου 1921[..] 

Ο Στρατός ημών κατόπιν εννεαετούς πολέμου, έχει υποστή σοβαράν μείωσιν, κυρίως από απόψεως στελεχών και δη των καλλιτέρων, εξ ου η συνοχή εν τη διοικήσει έχει μειωθή. Κατά τας δύο τελευταίας επιχειρήσεις ο Στρατός εν τω συνόλω του υπήρξεν αξιοθαύμαστος. Αλλ’ η αντίληψις της Στρατιάς είναι ότι δεν θα ήτο φρόνιμον να ζητηθή τι πλέον παρ’ αυτού. Δια τους λόγους τούτους φρονώ ότι επιβάλλεται η ταχεία περαίωσις της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας

Εισαγωγή

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης των επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας προς την Άγκυρα, η οποία αποτέλεσε περίοδο στασιμότητας, αλλά και αμέσως μετά την αποχώρηση της Στρατιάς από την περιοχή ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου, και για την ακρίβεια κατά το χρονικό διάστημα από 22 Αυγούστου έως και 8 Σεπτεμβρίου 1921, ανάμεσα στη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας και την Κυβέρνηση αντηλλάγησαν ορισμένα κρίσιμης σημασίας κείμενα. Τα διαλαμβανόμενα σε αυτά, σε συνδυασμό και με την αποτυχία των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, άσκησαν αποφασιστική επιρροή στον καθορισμό της υψηλής στρατηγικής και της στρατιωτικής στρατηγικής που θα ακολουθούσε εφεξής το Κράτος και ο Στρατός του για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος. Η μελέτη των υπόψη κειμένων, ακόμη και σήμερα, παραμένει ελλιπής.

Τα σημαντικότερα εκ των αναφερόμενων κειμένων είναι οι δύο εκθέσεις που υπέβαλε ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας στην Κυβέρνηση της χώρας στις 22 Αυγούστου και στις 8 Σεπτέμβριου 1921. Δια της μεν πρώτης ζητούσε την άδεια της Κυβερνήσεως για να διακόψει τις διεξαγόμενες επιχειρήσεις προς την Άγκυρα, δια δε της δεύτερης ανέφερε ότι μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν πλέον σε κατάσταση που να επιτρέπει την ανάληψη σοβαρών επιχειρήσεων, δηλαδή δεν ήταν πλέον σε θέση να πολεμήσει, και κατόπιν τούτου εισηγούνταν στην Κυβέρνηση την περαίωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Η αναφορά-πρόταση της Στρατιάς έγινε αποδεκτή από την Κυβέρνηση χωρίς καμιά αντίρρηση, και κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός των Εξωτερικών αναχώρησαν στις αρχές Οκτωβρίου για τις δυτικές πρωτεύουσες προκειμένου να “ικετεύσουν” για τη μεσολάβηση των “Συμμάχων” για την απεμπλοκή του -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αήττητου Ελληνικού Στρατού από την Μικρασιατική Γη και για την εξεύρεση μιας λύσης που θα εγγυόταν την ασφάλεια και τη συνέχεια της ύπαρξης του Μικρασιατικού Ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες.

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας

Η ευκολία με την οποία ο Πρωθυπουργός της χώρας Δημήτριος Γούναρης αποδέχθηκε την αναφορά του Παπούλα ότι ο Στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει νέες μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις προκαλεί εντύπωση και παραμένει ανεξήγητη. Μόλις ύστερα από λίγες ημέρες η δήλωση θα διαψευστεί στην πράξη από τον -κατά τον Παπούλα- «ανήμπορο να πολεμήσει» Στρατό, όταν αυτός θα κληθεί και πάλι σε νέους αγώνες και θυσίες προκειμένου να αποκρούσει την μεγάλη Τουρκική αντεπίθεση προς το Αφιόν Καραχισάρ. Μια δήλωση που θα διαψευστεί επίσης και μετά την παρέλευση ενός έτους όταν ο «ανήμπορος για πόλεμο» Στρατός θα εμπλακεί στη μεγάλη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ που θα σημάνει και το οδυνηρό τέλος της εκστρατείας. Για ποιον λόγο ο Πρωθυπουργός αποδέχτηκε χωρίς καμιά αντίρρηση τη δήλωση του τετράκις αποτυχόντος Αρχιστρατήγου και δεν μετέβη ο ίδιος επί τόπου προκειμένου να διαπιστώσει την αλήθεια; Νομίζω ότι απάντηση δεν υπάρχει και μόνον υποθέσεις μπορεί να γίνουν. Πιθανόν ο Γούναρης μετά την αποτυχία της καλοκαιρινής εκστρατείας να έχει φτάσει στα δικά του όρια. Μάλλον δεν αντέχει άλλο για νέες θυσίες και πολέμους. Το να παίρνεις κάθε ικμάδα ενός λαού για τον πόλεμο απαιτεί ειδικό μέταλλο. Ο Γούναρης δεν ήταν φτιαγμένος από τέτοιο μέταλλο. Εξελέγη τον Νοέμβριο του 1920 με σχέδια και ψυχολογία εντελώς αντίθετες με την κλιμάκωση του πολέμου στην Μικρά Ασία και μετά την αναγκαστική κλιμάκωση του καλοκαιριού και την αποτυχία, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει. Δεν είναι πολεμικός ηγέτης αλλά ένας απλός πολιτικός και διανοούμενος. Τη σκέψη για νέες στρατιωτικές προσπάθειες μετά τον Σαγγάριο, που θα απαιτούσαν φυσικά νέες θυσίες για την προετοιμασία και διεξαγωγή, απλώς δεν την αντέχει. Δεν είναι από την πάστα του Βενιζέλου που εκτελούσε όσους δεν στρατεύονταν. Οι κραυγές «Απόλυσιν!» των φαντάρων τον Ιούλιο του 1921 πιθανολογώ ότι θα του έκαναν εντύπωση. Όταν στις 18 Ιουλίου κατά τη διάρκεια της τελετής των παρασημοφοριών στο Εσκή Σεχήρ ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Κοντούλης του πρότεινε την πρόσκληση υπό τα όπλα τριών ακόμη κλάσεων προκειμένου να αναληφθεί η εκστρατεία προς την Άγκυρα, τον έπιασε πανικός και η απάντησή του ήταν ότι τον Σεπτέμβριο θέλει να κάνει απόλυση κάποιων ηλικιών. Ίσως ο Γούναρης είχε καταλάβει ότι και ότι οι δικές του ικανότητες δεν έφταναν για τη δυναμική συνέχιση του πολέμου. Οι “Μεγάλες Δυνάμεις” θα έδιναν την λύση.

Τελετή Παρασημοφόρησης στο Εσκή Σεχήρ, 18 Ιουλίου 1921. Διακρίνονται: (1) ο Υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος, Διοικητής του Β’ ΣΣ, (2) Υποστράτηγος  Ανδρέας Καλλίνσκης-Ροΐδης, Διοικητής της Μεραρχίας Ιππικού, (3) Συνταγματάρχης Αθανάσιος Φράγκου, Διοικητής της Ιης Μεραρχίας (της οποίας τα τμήματα βασικά έλαβαν μέρος στην τελετή), (4) Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός, Υπαρχηγός Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού και “σύνδεσμος” της Κυβερνήσεως με τη Στρατιά Μικράς Ασίας, (5) Υποστράτηγος Ανδρέας Κοντούλης,  Διοικητής Α’ ΣΣ, (6) Δημήτριος Γούναρης, Πρωθυπουργός, (7), Υποστράτηγος Πρίγκηψ Ανδρέας, Διοικητής της ΧΙΙης Μεραρχίας

(Πηγή: ιστολόγιο Ανεμούριον http://anemourion.blogspot.gr/)

Ανεξάρτητα όμως από τις παραπάνω σκέψεις και υποθέσεις, η άμεση αποδοχή από την Κυβέρνηση της δήλωσης της Στρατιάς περί της «αδυναμίας» του Ελληνικού Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο και της πρότασης της Στρατιάς για τερματισμό της εκστρατείας, καθώς και η εσπευσμένη αναχώρηση του Πρωθυπουργού για το εξωτερικό προκειμένου να αιτηθεί τις «καλές» υπηρεσίες των «Συμμάχων» της Ελλάδας για την εξεύρεση πολιτικής λύσης του Μικρασιατικού ζητήματος, είχε τα εξής άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα:

Η μέχρι τότε ακολουθούμενη υψηλή στρατηγική από την χώρα, που απέβλεπε στην εξεύρεση ευνοϊκής για τα Ελληνικά συμφέροντα λύσης του Μικρασιατικού ζητήματος δια της συντριβής του Κεμαλο-Τουρκικού στρατού και τον εξαναγκασμό του Κεμαλο-Τουρκικού κρατικού μορφώματος να προσέλθει ηττημένο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μετεβλήθη ολοκληρωτικά. Στο πλαίσιο της μέχρι τότε ακολουθούμενης στρατηγικής, η Ελληνική Κυβέρνηση είχε απορρίψει τρεις διακοινώσεις των Συμμάχων δια των οποίων της προτεινόταν η αναστολή των εχθροπραξιών και η διαμεσολάβηση τους για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Η Ελληνική Κυβέρνηση αποτεινόμενη πλέον στις κυβερνήσεις των “Συμμάχων” της και εξαιτούμενη τη μεσολάβηση τους για την επίλυση του προβλήματος, εμμέσως πλην σαφώς αποδεχόταν τη στρατιωτική της αδυναμία να επιβληθεί επί του Κεμαλο-Τουρκικου στρατού, παραιτούταν της συνέχισης του πολέμου για την επίτευξη ευνοϊκής για την Ελλάδα λύσης του Μικρασιατικού προβλήματος και αναγνώριζε -εμμέσως πλην σαφώς- το μέχρι τότε Κεμαλο-Τουρκικό κρατικό μόρφωμα ως επίσημη συνιστώσα της διαπραγμάτευσης για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Επισημαίνεται ότι επίσημα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος μέχρι τότε συνέχιζε να είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η κυβέρνηση του Χαλίφη-Σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης. Στην πράξη η εξουσία του κράτους αυτού είχε περιοριστεί στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, παρεπόμενο αποτέλεσμα της μεταβολής της υψηλής στρατηγικής της χώρας, σε συνδυασμό βεβαίως και με τη δήλωση “βόμβα” του Αρχιστράτηγου περί αδυναμίας του Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο, ήταν και η εκ βάθρων αλλαγή της μέχρι τότε ακολουθούμενης στρατιωτικής στρατηγικής, από επιθετική σε καθαρά παθητική αμυντική, και συνακόλουθα η παραχώρηση της πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων στον αντίπαλο. Η μεταβολή της στρατιωτικής στρατηγικής ήταν τόσο ευρείας εκτάσεως, που -σε συνδυασμό με τα πολλά άλλα εγκληματικά λάθη και αμέλειες που έλαβαν χώρα στη συνέχεια από πλευράς Κυβέρνησης και διοίκησης της Στρατιάς Μικράς Ασίας- οδήγησε στον στρατηγικό ευνουχισμό της Στρατιάς και χάραξε την οδυνηρή πορεία προς την καταστροφική ήττα του Αυγούστου του επομένου έτους.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι τεράστιες αλλαγές τόσο στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, κυρίως όμως σε αυτό της στρατιωτικής στρατηγικής, δεν αποφασίστηκαν ύστερα από σοβαρή διαβούλευση ανωτάτων πολιτικών και στρατιωτικών οργάνων, όπως π.χ. συνέβη για την ανάληψη της εκστρατείας προς την Άγκυρα, όπου η σχετική απόφαση ελήφθη στο συμβούλιο της Κιουτάχειας, αλλά αποτελέσαν άμεσο και έμμεσο αποτέλεσμα της εισήγησης του Διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας προς την Κυβέρνηση περί της ανικανότητας -κατ’ αυτόν- του Ελληνικού Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο, με την Κυβέρνηση να σπεύδει -αδιαμαρτύρητα- να την αποδεχθεί.

Πιθανόν τα παραπάνω να προκαλούν έκπληξη και απορία ακόμη και στον πλέον καλόπιστο μελετητή, όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Διοικητής της Στρατιάς των 180.000 ανδρών και των 350 πυροβόλων, που μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου του 1921 θα παραμείνει κυρίαρχη του πεδίου της μάχης, αποφάσισε μονομερώς ότι η στρατιωτική δύναμη που διοικούσε ήταν πλέον ανίκανη να αναλάβει την εκτέλεση μεγάλων επιχειρήσεων. Και η υπεύθυνη κυβέρνηση της χώρας, κατά τρόπο ανεξήγητο, θα αποδεχθεί την αναφορά του Αρχιστράτηγου ως θέσφατο.

Δυστυχώς αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Ο τετράκις αποτυχών μέχρι τότε Αρχιστράτηγος της Στρατιάς Μικράς Ασίας θα μεταφράσει τις συνεχείς αποτυχίες του σε στρατηγική ήττα του Ελληνικού Στρατού και η κυβέρνηση θα αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα αυτό το ανήθικο ψέμα. Χωρίς να ψάξει, χωρίς να ελέγξει, χωρίς να αναζητήσει αιτίες και ευθύνες, θα ταυτιστεί για ακόμη μια φορά με τον εκλεκτό της Αρχιστράτηγο και το επιτελείο του, το οποίο με δική της επιλογή λειτουργούσε ως «οιονεί κηδεμόνας» του Αρχιστράτηγου, και θα μεταφράσει την τέταρτη κατά σειρά αποτυχία τους σε ήττα της μέχρι τότε αήττητης Ελληνικής Στρατιάς.

Η αποδοχή αυτής της ήττας ήταν τεράστιας σημασίας. Και τούτο επειδή στη συνέχεια η Στρατιά Μικράς Ασίας παραιτήθηκε εκουσίως των στρατηγικών δυνατοτήτων της, απώλεσε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και μετατράπηκε αργά και σταθερά σε μια διοίκηση δυνάμεων προκαλύψεως, ανίκανη να απαντήσει με την αναγκαία και ικανή ισχύ σε μια μεγάλη επιθετική ενέργεια του αντιπάλου. Η Μικρασιατική Στρατιά ευνουχίστηκε στρατηγικά με ευθύνη της Κυβέρνησης και των διοικούντων αυτήν.

Προκειμένου να κατανοηθεί η σημασία των κειμένων που υποβλήθηκαν στην Κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου και τις 8 Σεπτεμβρίου 1921, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υποβλήθηκαν, η αποδοχή των αναφερόμενων στα κείμενα από την κυβέρνηση, καθώς και η επιρροή που αυτά άσκησαν ακολούθως στην απομείωση της στρατηγικής ισχύος της Στρατιάς, στην πτώση της πειθαρχίας και του ηθικού του στρατεύματος και γενικότερα στις πολιτικό-διπλωματικές ζυμώσεις για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος, εκ των πραγμάτων η έρευνα θα αγγίξει και κάποια κρίσιμα ζητήματα της εκστρατείας που αναλήφθηκε προς την Άγκυρα, χωρίς όμως να υπεισέλθει στην λεπτομερή εξέταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ή και σε κριτική της εκστρατείας. Βεβαίως ο κάθε αναγνώστης μελετώντας τα αναφερόμενα στο κείμενο, μπορεί να καταλήξει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Σκοπός του παρόντος κειμένου

Σκοπός του ανά χείρας κειμένου καθώς και των δύο ακόμη που θα ακολουθήσουν, είναι να γίνει μια κατά το δυνατόν πολύ σύντομη παρουσίαση της εκστρατείας προς την Άγκυρα και κυρίως των λόγων για τους οποίους αυτή αποφασίστηκε, των συνθηκών υπό τις οποίες αναλήφθηκε, της εν γένει οργάνωσης και προετοιμασίας της, του σχεδίου επιχειρήσεων, των προβλημάτων στις μεταφορές και τους εφοδιασμούς και τέλος στα της διεξαγωγής των επιχειρήσεων.

Αυτή η παρεμβολή στα κείμενα που θα ακολουθήσουν αργότερα, υπό τον γενικό τίτλο «Η Στρατηγική Παραίτηση», κρίνεται σκόπιμη προκειμένου να καταστούν κατά το δυνατό αντιληπτές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας υπέβαλε στην Κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου 1921, έκθεση επί της στρατιωτικής κατάστασης δια της οποίας ζητούσε τη διακοπή των προς την Άγκυρα διεξαγόμενων επιχειρήσεων και αμέσως μετά την αποχώρηση από τον Σαγγάριο υπέβαλε στην Κυβέρνηση την έκθεση όπου ανέφερε τα περί της αδυναμίας του Ελληνικού Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο και πρότεινε την λήξη της εκστρατείας.

Είναι ιστορικά επάναγκες να προσδιοριστούν με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια τα εξής ζητήματα:

  • Η διακοπή των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα ήταν επιβεβλημένη εκ της γενικότερης στρατιωτικής καταστάσεως ή η απόφαση λήφθηκε εξ αιτίας του αδικαιολόγητου πανικού που κατέλαβε τη διοίκηση και το επιτελείο της Στρατιάς, της ψυχικής κάμψης τους και της πνευματικής τους ανεπάρκειας να αντιμετωπίσουν μία κατάσταση που αντικειμενικά παρέμενε ευνοϊκή για τα Ελληνικά όπλα;
  • Η δήλωση του Αρχιστράτηγου περί αδυναμίας του Ελληνικού Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο περιέγραφε μια πραγματική κατάσταση ή ήταν μία προσπάθεια δικαιολόγησης της ανεπάρκειας και των αποτυχιών του ιδίου και του Επιτελείου του και μετάθεση των δικών τους αδυναμιών στις πλάτες του Στρατού;

(Σ.σ.: Το ζήτημα των προς την Άγκυρα επιχειρήσεων είναι μείζον και ελπίζουμε εν καιρώ και Θεού θέλοντος να μπορέσουμε να το αναπτύξουμε επαρκώς).

ΜΕΡΟΣ Α’

Η Απόφαση για τις Επιχειρήσεις προς Άγκυρα

Η μετά τις Επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 Κατάσταση

Η Μάχη της Κιουτάχειας

Κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις του Ιουνίου-Ιουλίου 1921, η Στρατιά Μικράς Ασίας εξανάγκασε τον Τουρκικό Στρατό να εγκαταλείψει τον οχυρωμένο θύλακα της Κιουτάχειας, των Τούρκων συμπτυχθέντων ανατολικά. Στις 6 Ιουλίου το Γ’ Σώμα Στρατού (Σ.Σ.) κατέλαβε το Δορύλαιον (Εσκή Σεχήρ), ενώ στις 7 Ιουλίου το Β’ Σ.Σ. βρισκόταν ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από το Σεϊντή Γαζή. Η Ελληνική Στρατιά είχε επιτύχει μια πολύ σημαντική νίκη, αλλά εξ ιδίων και ασυγχώρητων λαθών δεν κατόρθωσε να κυκλώσει και να συντρίψει τον Τουρκικό Στρατό, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει σχεδόν ανενόχλητος από την ηλάγρα που είχε σχηματιστεί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά του προσέφερε και τον χρόνο προκειμένου αυτός να υποχωρήσει συντεταγμένος και μαχόμενος, να αναδιαταχθεί, και στις 8 Ιουλίου να αναστραφεί και να επιτεθεί δια όλων των δυνάμεων του (13 Μεραρχίες Πεζικού, 4 Μεραρχίες Ιππικού και 1 Ταξιαρχία Ιππικού) εναντίον του μετώπου των Ελληνικών Μεραρχιών από το όρος Μποζ Νταγ βόρεια του Εσκή Σεχήρ μέχρι και το Σεϊντή Γαζή νότια. Η Τουρκική επιθετική επιστροφή διευθύνθηκε από τον διοικητή του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ Πασά από το χωριό Καρά Τοκάτ, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Εσκή Σεχήρ. Η διοίκηση της Ελληνικής Στρατιάς παρέμενε στην Κιουτάχεια, στερούνταν πληροφοριών για την κατάσταση και τις θέσεις των Τουρκικών δυνάμεων και, πιστεύοντας ως βεβαία τη διάλυση του Τουρκικού Στρατού (!), δεν εκτίμησε ως δυνατή την εκτέλεση υπό των Τούρκων μιας επιθετικής επιστροφής τοσαύτης μεγάλης κλίμακας. Ακόμη, παρά τη μέχρι εκείνη τη στιγμή διαφαινόμενη ήττα του Τουρκικού Στρατού, η Ελληνική διοίκηση σε ουδεμία προετοιμασία ή οργάνωση είχε προβεί για την καταδίωξη του. Η Τουρκική αντεπίθεση αποκρούστηκε αποκλειστικά και μόνο με ενέργειες των Ελληνικών Μεραρχιών, χωρίς την παρέμβαση των Σωμάτων Στρατού και της Στρατιάς, η οποία πληροφορήθηκε την έκβαση της μάχης τα μεσάνυκτα. Η μάχη του Εσκή Σεχήρ της 8ης Ιουλίου 1921 ήταν η μεγαλύτερη που διεξήχθη μέχρι τότε στη Μικρά Ασία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, επειδή σε αυτήν ενεπλάκη το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων των δύο αντιπάλων. Η Τουρκική Στρατιά μετά την αποτυχούσα αντεπίθεσης της, διέκοψε την επαφή με την Ελληνική Στρατιά και υποχώρησε προς τον Σαγγάριο. Η Ελληνική Στρατιά, παρά την αποτυχία της να επιφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα επί του Τουρκικού Στρατού από το οποίο να ήταν αδύνατο να ανακάμψει πριν την παρέλευση πολύ μεγάλου χρόνου, έσπευσε να αναγγείλει ότι ο Τουρκικός Στρατός βρισκόταν πλέον σε κατάσταση προσεγγίζουσα την αποσύνθεση. Η Στρατιά θεώρησε το επιτευχθέν έργο ικανοποιητικό και κατόπιν τούτου δεν ώθησε τις δυνάμεις της μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο προς καταδίωξη των αποχωρουσών προς ανατολάς Τουρκικών δυνάμεων, παρέχοντας έτσι στην Τουρκική Στρατιά τον χρόνο και την άνεση να αποκομίσει κατά την υποχώρησή της το σύνολο σχεδόν του υλικού της και να καταστρέψει τα τεχνικά έργα της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα, από το χωριό Αλπήκιοϊ μέχρι και τη γέφυρα Μπεϊλίκ Κιοπρού επί του ανατολικού κλάδου του ποταμού Σαγγάριου. Οι Ελληνικές δυνάμεις καταδίωξαν τις Τουρκικές μέχρι το ύψος της γραμμής Αλπήκιοϊ-Τζεβισλί, 40 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Εσκή Σεχήρ, όπου και ανέστειλαν την καταδίωξη.

 

Στο Στρατηγείο της Στρατιάς επικρατεί διάσταση απόψεων σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρήσεων

Όταν παρήλθε η αρχική ευφορία που προκάλεσαν οι μεγάλες Ελληνικές επιτυχίες, η Στρατιά και η Κυβέρνηση άρχισαν να προσγειώνονται στη πραγματικότητα. Ο Τουρκικός Στρατός είχε μεν ηττηθεί και είχε υποστεί μεγάλες απώλειες, αλλά δεν είχε εκμηδενιστεί όπως ανακοίνωνε στην κυβέρνηση ο «σύνδεσμος» της στη Στρατιά Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός. Η επιθετική επιστροφή που επιχείρησε στις 8 Ιουλίου αποδείκνυε ότι αφ’ ενός συνέχιζε να διατηρεί υπολογίσιμη δύναμη και αφ’ ετέρου ότι η ηγεσία του διέθετε ευφυΐα, θέληση, αποφασιστικότητα και αστείρευτη ενεργητικότητα. Ήταν προφανές ότι η υποχώρησή του σε μεγάλο βάθος αποφασίστηκε προκειμένου να πλησιάσει προς την Κύρια Βάση Εφοδιασμού του στην Άγκυρα και να κερδίσει τον αναγκαίο και ικανό χρόνο για να ανασυγκροτηθεί και να οργανώσει υπό καλύτερους όρους την άμυνά του.

Κατόπιν τούτου η ανάγκη για άμεση συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προέβαλε επιτακτική. Όμως στο Στρατηγείο της Στρατιάς επικρατούσαν διισταμένες απόψεις επί του εν λόγω ζητήματος. Σύμφωνα με τον Υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό, ο Υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς και Διευθυντής Επιχειρήσεων Συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης εισηγούταν την άμεση συνέχιση των επιχειρήσεων ([..] η γνώμη του επιτελείου της Στρατιάς, εκθύμως υποστηριζομένη κατ’ εξοχήν υπό του υπαρχηγού αυτού συνταγματάρχου Σαρρηγιάννη, κατ’ επακολούθησιν των κατ’ επανάληψιν επισήμως εκδηλωθεισών πεποιθήσεών του ως προς τούτο, ήτο ότι επεβάλλετο η προς Άγκυραν καταδίωξις του εχθρού, ίνα η Στρατιά συντρίψη ενδεχομένως τας εχθρικάς δυνάμεις και διαλύση τον εν Άγκυρα συγκεντρωμένον εχθρικόν ανεφοδιασμόν), αλλά ο Διοικητής της Στρατιάς ήταν επιφυλακτικός (διεκρίνετο ουχί άρνησις ή έστω και αντίρρησις βασιζόμενη επί στρατιωτικών ή τεχνικών λόγων, αλλ’ απροθυμία τις του διοικητού της Στρατιάς όστις εθεώρει ίσως ότι το μέχρι τότε επιτευχθέν νικηφόρον έργον ήτο δι’ αυτόν προσωπικώς πλέον ή επαρκές».

Ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Παπούλας ανάμεσα στον Επιτελάρχη 

Συνταγματάρχη (ΠΒ) Κωνσταντίνο Πάλλη (αριστερά) και τον Υπαρχηγό του Επιτελείου

της Στρατιάς Συνταγματάρχη (ΜΧ) Πτολεμαίο Σαρρηγιάννη (δεξιά). Δεξιά από τον Σαρρηγιάννη,

ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Γεώργιος Σπυρίδωνος, Διευθυντής του IVου Γραφείου της Στρατιάς

(Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου)

Στις 13 Ιουλίου συνεκλήθη στη Στρατιά σύσκεψη προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα της συνέχισης των επιχειρήσεων ώστε ο Διοικητής της να διαμορφώσει την πρόταση της Στρατιάς, την οποία και θα υπέβαλλε στο πολιτικοστρατιωτικό συμβούλιο που θα συνερχόταν στην Κιουτάχεια υπό την προεδρία του Βασιλιά και με τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού, του Υπουργού των Στρατιωτικών και άλλων παραγόντων, και στο οποίο και θα λαμβανόταν η τελική απόφαση για τη συνέχιση των επιχειρήσεων. Στη σύσκεψη ο Συνταγματάρχης Σαρρηγιάννης υποστήριξε ότι «Η σπουδή με την οποίαν αποχωρεί ο εχθρός αποδεικνύει ότι ούτος απώλεσε την αγωνιστικήν του δύναμιν …. Φρονώ ότι η Στρατιά δεν πρέπει να χάση καιρόν, αλλά να συνεχίση το ταχύτερον την επιθετικήν της πορείαν δια να εμποδίση την ανασυγκρότησιν του εχθρού και την αμυντικήν του οργάνωσιν». Αντιθέτως, ο Διευθυντής του IV Γραφείου της Στρατιάς, Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Σπυρίδωνος υποστήριξε ότι «Η Στρατιά δια να προχωρήση και να επιδιώξη τη σύναψιν νέων αγώνων πρέπει να είναι εφωδιασμένη επαρκώς εις μέσα μάχης και συντηρήσεως. Τα απομένοντα τώρα εις τας Μεραρχίας πυρομαχικά μετά τους τελευταίους αγώνας επαρκούν μόνον δι’ αγώνα μιας ή το πολύ δύο ημερών. [..] εάν η Στρατιά προχωρήση πέραν του Σαγγαρίου θα στερηθή των μέσων μάχης και συντηρήσεως διότι τα μέσα μεταφοράς άτινα διαθέτει φθαρέντα κατά τας τελευταίας επιχειρήσεις δεν θα επαρκούν να καλύψουν την απόστασιν από της γραμμής του προς ανατολάς πέραν του Σαγγαρίου μετώπου μέχρι του μόλις τώρα δημιουργουμένου Γενικού Κέντρου εφοδιασμού εις Εσκή Σεχήρ. Εκ τούτου προκύπτει ότι εάν η Στρατιά προχωρήση Ανατολικώτερον του Σαγγαρίου και εμπλακή εις πολυήμερον αγώνα θα στερηθή των μέσων μάχης, συντηρήσεως και περιθάλψεως των τραυματιών. Ούτω δε στερουμένη πυρομαχικών ενδέχεται να ηττηθή και να απωλέση παν ότι εκέρδισε ή ακόμη χειρότερον να απωθηθή προς την έρημον καταστρεφομένη.». Ο Επιτελάρχης της Στρατιάς Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης τήρησε στάση Ποντίου Πιλάτου, κλίνοντας πάντως υπέρ της απόψεως του Σαρρηγιάννη. Ο Διοικητής της Στρατιάς Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας δεν έλαβε θέση, ούτε έλαβε κάποια απόφαση, αλλά όπως έγραψε -μετά το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας- είχε ήδη «ενδοιασμούς» για την επιχείρηση και εκ της συζητήσεως «επείσθην ότι η επιχείρησις ήτο ακροσφαλής και επικίνδυνος». Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι ο Αρχιστράτηγος της Στρατιάς ήταν αρνητικός για τη συνέχιση των επιχειρήσεων, αλλά την απόφασή του την εξαρτούσε αφ’ ενός από την επιθυμία του να παραμείνει διοικητής της Στρατιάς και αφ’ ετέρου από την υστεροφημία του.

Με βάση τις παραπάνω πληροφορίες, είναι προφανές ότι ο Διοικητής της Στρατιάς δεν αντιλαμβανόταν ότι η αποστολή του, δηλαδή η καταστροφή του Τουρκικού Στρατού, δεν είχε επιτευχθεί, ότι ο πόλεμος δεν είχε λήξει και ότι η κατάληψη της εδαφικής έκτασης που επετεύχθη δια των επιχειρήσεων του Ιουλίου αποτελούσε μεν μια σημαντική επιτυχία, αλλά προς το παρόν τα επιχειρησιακά οφέλη εξ αυτής της επιτυχίας ήταν ελάχιστα, δεδομένου ότι η σιδηροδρομική γραμμή από το Τουμλού Μπουνάρ μέχρι το Εσκή Σεχήρ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω της καταστροφής της υπό των Τούρκων κατά την υποχώρηση τους. Με τον Τουρκικό Στρατό ηττηθέντα αλλά μη καταστραφέντα κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου, η μόνη απόφαση που μπορούσε να ληφθεί από τη Στρατιά ήταν η άμεση συνέχιση των επιχειρήσεων προς πλήρη συντριβή του αντιπάλου. Με τον Κεμαλικό στρατό διαρκώς ανασυγκροτούμενο και καθημερινά ενισχυόμενο, λύση του Μικρασιατικού προβλήματος θετική για την Ελλάδα δεν υπήρχε και η μοίρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού προοιωνιζόταν τραγική. Σε αυτήν την πρόκληση, ο Αρχιστράτηγος ήταν αυτός που είχε την ευθύνη να αποφασίσει κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό για το εάν η Στρατιά με τις υπάρχουσες δυνάμεις και τα υπάρχοντα μέσα μπορούσε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις για τη συντριβή του αντιπάλου και σε περίπτωση αδυναμίας να ζητήσει από την κυβέρνηση τα αναγκαιούντα για να φέρει σε αίσιο πέρας τη νέα επιχείρηση. Η τύχη όμως ευνοεί πάντοτε τους διοικητές που δέχονται και δύνανται να αναλάβουν ένα λελογισμένο ρίσκο προκειμένου να νικήσουν. Δυστυχώς ο Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Στρατιάς δεν διέθετε αυτά τα χαρακτηριστικά, αδυνατούσε να λάβει αποφάσεις, και ακροβατούσε ανάμεσα στις εισηγήσεις των επιτελών του. Και στη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου 1921, δεν έλαβε καμιά απολύτως απόφαση.

Στη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου δεν κρατήθηκαν πρακτικά, οι Πάλλης και Σαρρηγιάννης δεν έχουν αφήσει κάποιο γραπτό κείμενο, ο δε Παπούλας αναφέρεται ακροθιγώς σε αυτήν και γράφει (μετά την Εκστρατεία και την Καταστροφή) ότι από τη γενομένη συζήτηση πείστηκε ότι αυτή ήταν «ακροσφαλής και επικίνδυνος», αλλά αποφεύγει να αναφέρει ποια ήταν η απόφασή του. Ο μόνος που έγραψε σχετικά με τα διαμειφθέντα στη σύσκεψη (μετά το τέλος της Εκστρατείας) είναι ο Αντισυνταγματάρχης Γ. Σπυρίδωνος, ο οποίος όμως δεν αναφέρει ποια ήταν η απόφαση του Παπούλα, ή τουλάχιστον ποια ήταν η εκφρασθείσα από αυτόν γνώμη για τη συνέχιση των επιχειρήσεων.

Η Εισήγηση της Στρατιάς για τη Συνέχιση των Επιχειρήσεων

Μετά το πέρας της σύσκεψης ο Παπούλας διέταξε τον Πάλλη να συντάξει ένα υπόμνημα στο οποίο «να αποκρυσταλλούνται αι ανταλλαγείσαι κατά τη σύσκεψιν γνώμαι». Όχι η απόφασή του, αλλά οι γνώμες των επιτελών του. Το υπόμνημα μπορούμε να το θεωρήσουμε ως τη γνώμη, ή την «εισήγηση» της Στρατιάς προς το Συμβούλιο, και έχει ως βάση την εκτίμηση (που δεν αναφέρει ρητώς) ότι ο Τουρκικός στρατός βρίσκεται σε κατάσταση που προσεγγίζει την αποσύνθεση. Την εκτίμηση αυτή θα αναφέρει ο Συνταγματάρχης Πάλλης στο Συμβούλιο, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Πρωθυπουργού. Το πρωτότυπο κείμενο του Υπομνήματος έχει ως εξής:«Δια της καταλήψεως του Δορυλαίου και της διασπάσεως του εχθρικού μετώπου Δορυλαίου – Αφιόν Καραχισάρ, ελήξεν η πρώτη περίοδος των επιχειρήσεων. Η επομένη περίοδος, σκοπόν έχει την διάλυσιν των Κεμαλικών δυνάμεων, ή την απομάκρυνσιν αυτών από του μετώπου Δορυλαίου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η προ αυτού συγκέντρωσίς των ή να (είναι) αδύνατος, ή να απαιτήση μέγιστον χρονικόν διάστημα και μέγιστα μέσα τα οποία προς το παρόν τουλάχιστον ο εχθρός δεν διαθέτει.Προς επίτευξιν τούτου, η Στρατιά πρέπει να επιτελέση επιδρομήν προς Άγκυραν να συντρίψη αν τας συναντήση τας εχθρικάς δυνάμεις, να διαλύση τον εν Άγκυρα εχθρικόν εφοδιασμόν και αν κατόπιν τούτου ο εχθρός δεν υποκύψη, επειδή η εν Άγκυρα παραμονή είναι μειονεκτική, να επιστρέψη εις  Δορύλαιον καταστρέφουσα ριζικώς την σιδηροδρομικήν γραμμήν. Κατόπιν της επιδρομής ταύτης είναι απίθανον ότι ο Κεμάλ θα δυνηθή να διατηρήση σημαντικόν αριθμόν δυνάμεων, πάντως όμως στράτευμα, όπερ ελλείψει  μεταγωγικών αδυνατεί να απομακρυνθή της σιδηροδρομικής γραμμής, δεν θα δύναται να πλησιάσει μετά σοβαρών δυνάμεων το μέτωπον του Δορυλαίου.Η επιχείρησις προς την Άγκυραν παρουσιάζει δυσχερείας ως εκ της μακράς αποστάσεως («Δορύλαιον – Άγκυρα δια Σιβρί Χισάρ 265 χιλιόμετρα, δια Τσιφτελέρ – Ινλάρ άνω των 300 χιλιομέτρων») της καταστάσεως των οδών, του εκτός των γεφυρών αδιάβατου των ποταμών Σαγγαρίου και Πουρσάκ και της κατά Σεπτέμβριο επερχομένης εποχής των βροχών. Ως εκ των άνω μειονεκτημάτων η κύρια δυσχέρεια θα (είναι) η του εφοδιασμού.Εκ της μέχρι τούδε μελέτης της επιχειρήσεως η Στρατιά έφθασεν εις το συμπέρασμα ότι δύναται να προχωρήση μέχρι του ανατολικωτέρου τμήματος του Σαγγαρίου, ήτοι της γραμμής  Μπεϊλίκ Κιοπρού – Καβάκ. Αν κατά το διάστημα τούτο συναντήση  τον εχθρόν και συντρίψη αυτόν, τότε η καταδίωξις προς Άγκυραν δια τμήματος της Στρατιάς δεν θα παρουσιάσει δυσχερείας.Αν τουναντίον ο εχθρός υποχωρήση πέραν του Σαγγαρίου, η Στρατιά θα προχωρήση ή θα σταματήση αναλόγως των παρουσιαζομένων μέχρι της εποχής εκείνης συνθηκών. Αν δηλαδή αι συνθήκαι αύται είναι ευμενείς π.χ. κατάληψις της σιδηροδρομικής γραμμής μη κατεστραμμένης, οδοί και αυτοκίνητα εν καλή καταστάσει κ.τ.λ. δυνατόν να συνεχισθή η προς Άγκυραν πορεία, άλλως η Στρατιά θα αναλάβη την προς Δορύλαιον επάνοδον  καταστρέφουσα ριζικώς τα από Μπεϊλίκ Κιοπρού μέχρι ανατολικώς Δορυλαίου 100 χιλιόμετρα της σιδηροδρομικής γραμμής.Εν Κιουταχεία τη 15 Ιουλίου 1921,  Αναστάσιος Παπούλας Αντιστράτηγος»

Αποστάσεις Μεταφορών.

Η προβληματική του Υπομνήματος της Στρατιάς

Γενικά σχόλια επί του υπομνήματος

Κατ’ αρχάς από το υπόμνημα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον εχθρό, όσον αφορά τη δύναμη του, τη μαχητική του κατάσταση και το που αυτός βρίσκεται. Η Στρατιά αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στον κύριο παράγοντα που θα καθορίσει τις παραπέρα κινήσεις της. Παρά ταύτα, από τα αναφερόμενα στο υπόμνημα διαφαίνεται αρκετά καθαρά ότι η Στρατιά, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, θεωρεί ότι ο εχθρικός στρατός βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω της ήττας που είχε υποστεί.

Ακόμη, από το υπόμνημα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην κατάσταση της Ελληνικής Στρατιάς, όσον αφορά τη δύναμή της, τις απώλειες που έχει υποστεί κατά τις προηγηθείσες επιχειρήσεις, το ηθικό του προσωπικού της, τη μαχητική της κατάσταση και τον εφοδιασμό της.

Είναι προφανές ότι αυτοί που θα λάβουν μέρος στο Συμβούλιο θα κληθούν να αποφασίσουν χωρίς την απαιτούμενη γνώση της γενικής κατάστασης των Τουρκικών και Ελληνικών δυνάμεων.

Το υπόμνημα σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την απόλυτη και κατηγορηματική γνώμη του Αρχιστρατήγου αναφορικά με το εάν θα πρέπει -ή δεν πρέπει- να συνεχιστούν οι επιχειρήσεις για την καταστροφή ή την ολοκλήρωση της καταστροφής του εχθρικού στρατού, και σε καταφατική περίπτωση πότε και πως θα ενεργήσει η Στρατιά για να φέρει σε αίσιο πέρας αυτές τις επιχειρήσεις. Ακόμη, η Στρατιά δεν αναφέρει αν με τις διαθέσιμες δυνάμεις μπορεί να εκτελέσει τη νέα εκστρατεία, καθώς επίσης δεν αναφέρει τυχόν αδυναμίες και προβλήματα που θα επιδράσουν αρνητικά στην εκτέλεση της επιχείρησης και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την θεραπεία τους από την κυβέρνηση και από την ίδια. Στο τέλος του υπομνήματος καθίσταται προφανής η πρόθεση της Στρατιάς να αποφύγει τη συνέχιση των επιχειρήσεων και να αφήσει στην κυβέρνηση την ευθύνη της όποιας απόφασης. Προς τον σκοπό αυτό στο υπόμνημα απαριθμούνται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η συνέχιση των επιχειρήσεων πέραν του ποταμού Σαγγάριου, που όμως η Στρατιά γνωρίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να είναι ευνοϊκές.

Το υπόμνημα πάσχει σοβαρά σαν στρατιωτικό κείμενο λόγω της ασάφειας και αοριστίας που κυριαρχεί σε αυτό. Επίσης διακρίνεται καθαρά η προσπάθεια του συγγραφέα να συμβιβάσει –ανεπιτυχώς όμως- τις αντιτιθέμενες απόψεις των επιτελών της Στρατιάς.

Το κείμενο αποκλείεται να έχει γραφεί από τον Σαρρηγιάννη. Άλλωστε η γνώμη του δεν περιέχεται στο κείμενο. Ο Σαρρηγιάννης είναι ικανός επιτελής, διαθέτει ορθή κρίση και όλα τα έγγραφα που αφορούν τις επιχειρήσεις Ιουνίου έως Σεπτεμβρίου 1921 (σχέδια, διαταγές επιχειρήσεων κάθε μορφής, γενικές εντολές κλπ) έχουν συνταχθεί ιδιοχείρως από αυτόν και χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και επαγγελματισμό. Πιστεύω ότι μεταξύ του Επιτελάρχη Πάλλη και του Υπαρχηγού του Επιτελείου πρέπει να υπήρχε κάποιας μορφής αντιπαλότητα, η οποία σε συνδυασμό με την αναποφασιστικότητα του Παπούλα, αποτελούσε την τέλεια συνταγή αποτυχίας. Ο πληθωρικός Υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς, που ανδρώθηκε δίπλα στον τραχύ και αποφασιστικό Πάγκαλο, επισκίαζε τον Επιτελάρχη του και αυτό ήταν περισσότερο από φανερό. Ο Γούναρης τον κράτησε στη στρατιά μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920 και αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1921, τον κάλεσε στο Λονδίνο ως στρατιωτικό σύμβουλο του στις εκεί διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις. Είναι η εποχή που ο Πάλλης θα βρεθεί μόνος του στο επιτελείο της Στρατιάς και, μάλλον χωρίς δυσκολία, . Οι επιχειρήσεις του Μαρτίου θα διεξαχθούν με βάση το νέο σχέδιο -του Πάλλη- που προέβλεπε αποκλίνουσες επιθέσεις προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ και θα αποτύχουν. Πιστεύω ότι ο Πάλης δεν συνεργάστηκε με τον Σαρρηγιάννη για τη σύνταξη του υπομνήματος. Στο υπόμνημα απουσιάζει η γνώμη του Σαρρηγιάννη όπως αυτή διατυπώθηκε στη σύσκεψη της Στρατιάς: «Η σπουδή με την οποίαν αποχωρεί ο εχθρός αποδεικνύει ότι ούτος απώλεσε την αγωνιστικήν του δύναμιν …. Φρονώ ότι η Στρατιά δεν πρέπει να χάση καιρόν, αλλά να συνεχίση το ταχύτερον την επιθετικήν της πορείαν».

Ειδικά σχόλια επί του υπομνήματος

Στην αρχή του υπομνήματος δίνεται η εντύπωση ότι η Στρατιά συμφωνεί με τη συνέχιση των επιχειρήσεων και ότι αυτές θα έχουν ως σκοπό τη διάλυση των Κεμαλικών δυνάμεων. Ο όρος βεβαίως είναι αδόκιμος. Μια Στρατιά αναλαμβάνει την εκτέλεση επιθετικών επιχειρήσεων για να καταστρέψει τον στρατό του αντιπάλου. Η διάλυση έρχεται ως αποτέλεσμα της καταστροφής. Η Στρατιά όμως φαίνεται να πιστεύει, όπως και θα αναφέρει την επομένη στο Συμβούλιο, ότι η κατάσταση του αντιπάλου στρατού πλησίαζε αυτή της αποσύνθεσης και επομένως η επιχείρηση που θα αναλάμβανε στη συνέχεια, θα ήταν σχετικά εύκολη και θα απέβλεπε στη διάλυση των υπολειμμάτων του εχθρικού στρατεύματος εφόσον τα συναντούσε.

Αμέσως στη συνέχεια τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ως το πως αντιλαμβανόταν η Στρατιά την κατάσταση του εχθρικού στρατού και την μορφή των επιχειρήσεων που θα διεξαγάγει. Η Στρατιά θεωρεί ότι λόγω της άσχημης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ηττημένος Τουρκικός Στρατός, δεν χρειάζεται να εκτελέσει ευρείες επιθετικές επιχειρήσεις για να τον καταστρέψει ή να τον διαλύσει, αλλά θα εκτελέσει μια «επιδρομή» (;) προς την Άγκυρα με σκοπό: α) να συντρίψει το εχθρικό στράτευμα… αν το συναντήσει, και β) να διαλύσει τον εις την Άγκυρα Τουρκικό εφοδιασμό (δηλ. τη βάση εφοδιασμού του εχθρού). Αν κατόπιν τούτου ο εχθρός δεν υποκύψει, η Στρατιά θα αποχωρούσε από την Άγκυρα επειδή η εκεί παραμονή είναι μειονεκτική. Επομένως, κατά τη Στρατιά, κατά την επιδρομή που αυτή θα εκτελέσει, είναι πιθανόν να μην έρθει σε επαφή με τον Τουρκικό Στρατό. Πως μπορεί να συμβεί αυτό δεν το λέει. (Σ.σ. Υποθέτω ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί είτε επειδή η Στρατιά ελισσόμενη από τα πλευρά του εχθρού θα τον παρακάμψει και αυτός λόγω της άσχημης κατάστασης στην οποία διατελεί δεν θα μπορέσει να αντιδράσει, είτε επειδή ο εχθρικός στρατός, και πάλι λόγω της άσχημης κατάστασης στην οποία βρίσκεται, ενδέχεται να μη δεχθεί τη μάχη και να αποσυρθεί ανατολικά της Άγκυρας. Αλλά αν ο εχθρός υποχωρήσει ανατολικά της Άγκυρας, ήταν εύλογο ότι θα μετέφερε και τη βάση εφοδιασμού του ανατολικότερα. Σε αυτή την περίπτωση, ποια βάση εφοδιασμού θα κατέστρεφε η Στρατιά; Άγνωστο!).

Προκαλεί εντύπωση η αναφορά σε «επιδρομή». Είναι άγνωστο αν στους κανονισμούς τακτικής εκείνης της εποχής περιλαμβανόταν η «επιδρομή» ως μορφή επιθετικού ελιγμού και το με ποιες δυνάμεις και το πως διεξαγόταν. Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η Στρατιά αναφέρεται σε μια μάλλον σχετικά εύκολη επιχείρηση που θα διεξαγόταν από ταχυκίνητες δυνάμεις, οι οποίες θα κινούνταν αιφνιδιαστικά και ταχέως προς την Άγκυρα, ελισσόμενες από ένα ή και τα δύο πλευρά του εχθρικού στρατού, με σκοπό να καταστρέψουν την εκεί βάση εφοδιασμού του. Όμως η Ελληνική Στρατιά δεν διέθετε μεγάλες δυνάμεις ιππικού -όπως ο Τουρκικός Στρατός- που θα τις έδιναν τη δυνατότητα ανάληψης τέτοιας μορφής επιχείρησης, αλλά και η ίδια ήταν πολύ βαριά και δυσκίνητη για να εκτελέσει επιχείρηση «επιδρομής».

Προβάλλοντας τώρα τις σκέψεις της Στρατιάς στο στρατηγικό επίπεδο, αναφορικά με την αποχώρησή της από την Άγκυρα μετά την καταστροφή της εκεί βάσης εφοδιασμού του εχθρού, είναι προφανές ότι η Στρατιά δεν αντιλαμβάνεται τις οδυνηρές συνέπειες που θα έχει μια τέτοια ενέργεια (δηλαδή η αποχώρηση από την Άγκυρα) επί του πολέμου που διεξήγαγε η Ελλάδα. Δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η Άγκυρα στο νου και την ψυχή των Τούρκων εθνικιστών, αλλά και στο γόητρο και τη συνέχεια του εθνικό-επαναστατικού κινήματος του Κεμάλ. Ακόμη δεν αντιλαμβάνεται ότι πέραν της Άγκυρας δεν υπάρχει σιδηροδρομική γραμμή, δεν υπάρχουν δρόμοι και ως εκ τούτου η συντήρηση του Κεμαλικού στρατού -ή ότι θα έχει απομείνει από αυτόν- θα είναι δυσχερής επειδή αυτός στερείται αυτοκινήτων και επομένως θα είναι προβληματική και η συνέχεια της ύπαρξής του. Η Στρατιά δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία όλων αυτών και εύκολα αναφέρει ότι μετά την κατάληψη της Άγκυρας και την καταστροφή του τουρκικού εφοδιασμού, θα την εγκαταλείψει και θα αποχωρήσει στο Εσκή Σεχήρ, επειδή η παραμονή της στην Άγκυρα θα ήταν μειονεκτική. Και η απορία εύλογη: Πως είναι δυνατό να ήταν μειονεκτική η παραμονή της Ελληνικής Στρατιάς στην Άγκυρα, όταν αυτή θα είχε στη διάθεσή της τη σιδηροδρομική γραμμή, 800 φορτηγά αυτοκίνητα και οργανωμένη επιμελητεία ορεινής σύνθεσης για να ανεφοδιάζεται και να συντηρείται και δεν θα ήταν απείρως περισσότερο μειονεκτική για τον Τουρκικό Στρατό -που στερούνταν φορτηγών αυτοκινήτων- η απώθηση του στην περιοχή της Σεβάστειας, η οποία δεν διέθετε σιδηρόδρομο και δρόμους; Δυστυχώς όμως, για ακόμη μία φορά η ηγεσία της Ελληνικής Στρατιάς συνεχίζει να σκέφτεται όπως και τον Δεκέμβριο του 1920, όταν κατά τη διεξαχθείσα τότε επιθετική αναγνώριση προς το Εσκή Σεχήρ κατέλαβε την τοποθεσία Ινονού και στη συνέχεια την εγκατέλειψε και αποχώρησε στην Προύσα, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ανακοινώσουν ότι ο Ελληνικός Στρατός ηττήθηκε και τα αποτελέσματα αυτής της «ήττας» να πληρωθούν τον Μάρτιο με νέα ήττα, πραγματική αυτή τη φορά, και πολύ αίμα.

Μέχρι αυτό το σημείο, η «πρόταση–εισήγηση» της Στρατιάς στηρίζεται σε έναν παραλογισμό. Ο Τουρκικός Στρατός βρίσκεται σε κατάσταση που προσεγγίζει την αποσύνθεση -θα το αναφέρει την επομένη ο Επιτελάρχης της στον Πρωθυπουργό- και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αντιδράσει, ο δε χώρος και χρόνος ανήκει εξ ολοκλήρου στην Ελληνική Στρατιά. Το πώς προέκυψε αυτή η βάση σκέψης, αποτελεί ένα ερώτημα. Ίσως η Στρατιά ήθελε μια μεγάλη νίκη ισοδύναμη με την καταστροφή του Τουρκικού Στρατού, δεν την κέρδισε, αλλά την ανήγγειλε. Στην πραγματικότητα από πουθενά δεν προέκυπτε ότι ο Τουρκικός Στρατός βρισκόταν σε κατάσταση που προσέγγιζε την αποσύνθεση. Αλλά η διοίκηση της Στρατιάς το υποστήριζε και για αυτόν τον λόγο τα διθυραμβικά ανακοινωθέντα, οι δοξολογίες, οι αψίδες θριάμβου στο Εσκή Σεχήρ, οι τελετές, οι παράτες, οι παρασημοφορίες κ.τ.λ. Και αυτή την άποψη, την είχε ασπαστεί και η κυβέρνηση. Στο αεροδρόμιο του Εσκή Σεχήρ που έλαβαν χώρα οι παράτες και οι παρασημοφορίες, ο Υπουργός των Στρατιωτικών θα πει στον διοικητή του Α’ Σ.Σ. Υποστράτηγο Αλέξανδρο Κοντούλη που ανησυχούσε: «Μην ανησυχείς στρατηγέ. Η επιχείρηση θα κρατήσει 15 ημέρες. Θα πάμε στην Άγκυρα, θα καταστρέψουμε τον Τουρκικό εφοδιασμό και θα επιστρέψουμε».

Στη συνέχεια όμως του υπομνήματος η κατάσταση ανατρέπεται άρδην. Μολονότι ο Κεμαλικός στρατός βρίσκεται σε κατάσταση που προσεγγίζει την αποσύνθεση και η Στρατιά με την επιδρομή που θα εκτελέσει ενδεχομένως και να μην τον συναντήσει, και αν τον συναντήσει θα τον συντρίψει, ξαφνικά η επιδρομή προς την Άγκυρα γίνεται επιχείρηση και θα παρουσιαστούν δυσχέρειες κατά την εκτέλεσή της, εκ των οποίων η σημαντικότερη είναι αυτή του εφοδιασμού εξ αιτίας της μεγάλης απόστασης που χωρίζει το Εσκή Σεχήρ από την Άγκυρα.

Αλλά η απορία είναι εύλογη. Αφού ο εχθρικός στρατός βρίσκεται σε κατάσταση που προσεγγίζει την αποσύνθεση, είναι εύλογο ότι η συντριβή του θα είναι ευχερής, χωρίς μάλιστα τη διεξαγωγή έντονου αγώνα, και επομένως δεν θα υπάρξουν οι μεγάλες καταναλώσεις πυρομαχικών που μπορούν να οδηγήσουν το σύστημα εφοδιασμού σε κορεσμό. Από πού λοιπόν προκύπτει ότι οι ανεφοδιαστικές ανάγκες θα είναι μεγάλες και δεν θα μπορούν να ικανοποιηθούν από τη σιδηροδρομική γραμμή και τα μέσα μεταφοράς της Στρατιάς; Και για ποιον λόγο η Στρατιά που διαθέτει 800 και πλέον φορτηγά αυτοκίνητα, εφοδιοπομπές καμηλών και αραμπάδων και μεταφέρει στα μεταγωγικά μάχης και στις Μοίρες των Συζυγαρχιών των Μεραρχιών 300 βλήματα κατά πυροβόλο, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει έναν στρατό, η κατάστασή του οποίου προσεγγίζει την αποσύνθεση; Στο ερώτημα αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει απάντηση.

Στη συνέχεια όμως του υπομνήματος ακολουθεί και νέα ανατροπή. Η επιδρομή δεν μπορεί να εκτελεστεί. Η Στρατιά δεν μπορεί να φθάσει στην Άγκυρα. Η Στρατιά μπορεί να υποστηρίξει τον ελιγμό της από πλευράς μεταφορών μέχρι τον ανατολικό κλάδο του Σαγγάριου (γραμμή: γέφυρα Μπεϊλίκ Κιοπρού – Καβάκ). Αν συναντήσει τον εχθρό στην περιοχή δυτικά του Σαγγάριου και τον συντρίψει, τότε η καταδίωξη (όχι η επιδρομή) μέχρι την Άγκυρα από τμήμα της Στρατιάς δεν θα παρουσιάσει προβλήματα. Η φράση «και θα τον συντρίψει» περικλείει πλέον και μια αμφιβολία για τη δυνατότητα της Στρατιάς να συντρίψει τον Τουρκικό Στρατό, που η κατάσταση του προσεγγίζει την αποσύνθεση. Η συντριβή του Τουρκικού Στρατού δεν είναι βεβαία, ακόμη και στη περίπτωση που δεχθεί τη μάχη στη περιοχή του Σιβρί Χισάρ, σε απόσταση δηλαδή 40 χιλιόμετρων από την γραμμή που σταμάτησε η Στρατιά, σε μια απόσταση που τα μέσα μεταφοράς που διαθέτει, της επιτρέπουν την απρόσκοπτη υποστήριξη της επιχείρησης. Και τέλος κάτι το πολύ σημαντικό: η Στρατιά δεν γνωρίζει αν ο Τουρκικός Στρατός βρίσκεται ανάμεσα σε αυτή και τον Σαγγάριο. Εδώ χρειάζονται πολλά θαυμαστικά.

Αν όμως ο εχθρός υποχωρήσει πέραν του Σαγγάριου, η Στρατιά θα προχωρήσει ή θα σταματήσει ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν εκείνη την περίοδο (αυτές που αναφέρονται στο υπόμνημα). Δηλαδή:

  • Ύστερα από την παρέλευση 7 ημερών από την κατάληψη του Δορυλαίου, η Στρατιά θα αναφέρει στο Συμβούλιο (δια του υπομνήματος) ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο κύριος όγκος του Τουρκικού Στρατού. Αν δηλαδή βρίσκεται μεταξύ Αλπήκιοϊ και Σαγγάριου, ή ανατολικά του ποταμού. Και ότι με βάση τις πληροφορίες που είχε συλλέξει δεν μπορεί να εκτιμήσει το που μπορεί να βρίσκεται. Είναι προφανές ότι ο διοικητής της Στρατιάς θα παρουσιαστεί στο συμβούλιο χωρίς καμιά απολύτως εκτίμηση για τη δύναμη, την κατάσταση, τη θέση και τις δυνατότητες του εχθρού. Το μόνο που θα έχει να αναφέρει η Στρατιά δια του Επιτελάρχη της στο Συμβούλιο -και αυτό απαντώντας σε ερώτηση του Πρωθυπουργού- είναι ότι ο εχθρός βρίσκεται σε κατάσταση που προσεγγίζει την αποσύνθεση.
  • Η Στρατιά θα αναφέρει ακόμη στο Συμβούλιο ότι σε περίπτωση που η σιδηροδρομική γραμμή Αλπήκιοϊ – Μπεϊλίκ Κιοπρού δεν είναι κατεστραμμένη, αυτό θα αποτελεί μία ευμενή συνθήκη για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις και πέραν του Σαγγάριου. Αλλά και πάλι η απορία είναι εύλογη. Για ποιον λόγο οι Τούρκοι να έχουν αφήσει τη σιδηροδρομική γραμμή άθικτη, όταν παντού αλλού την έχουν αχρηστεύσει και μάλιστα κάτω από πιεστικές συνθήκες; Αλλά και αν ακόμη δεν την έχουν αχρηστεύσει, για ποιο λόγο να μη το πράξουν στη περίπτωση που η Στρατιά συνεχίσει την προέλασή της; Είναι προφανές ότι η Στρατιά θέτει μια προϋπόθεση για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις ανατολικά του Σαγγάριου, που δεν πρόκειται να υπάρξει. Ακόμη και αν η σιδηροδρομική γραμμή δεν είχε αχρηστευθεί στις 15 Ιουλίου, είναι πλέον ή βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα την αχρηστεύσουν με την έναρξη της Ελληνικής προέλασης και θα έχουν την κάθε άνεση χρόνου για να το κάνουν.
  • Η Στρατιά μολονότι γνωρίζει ότι το οδικό δίκτυο μέχρι το Σαγγάριο, αλλά και ανατολικά αυτού, αποτελείται από καρόδρομους και είναι κατάλληλο μόνο για αραμπάδες και μεταφορικά ζώα και ακατάλληλο για την κίνηση έμφορτων φορτηγών αυτοκινήτων, θέτει ως προϋπόθεση για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις πέραν του Σαγγάριου την καλή κατάσταση του οδικού δικτύου. Και αυτή η προϋπόθεση σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να εκπληρωθεί και η Στρατιά το γνωρίζει, ή τουλάχιστο όφειλε να το γνωρίζει. Οι καρόδρομοι της περιοχής του Σαγγάριου δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις δια αυτοκινήτων μεταφορές της Στρατιάς. Τουλάχιστο δεν μπορούν να τις εξυπηρετήσουν με επάρκεια
  • Ενώ είναι βέβαιο ότι η κίνηση των έμφορτων -κυρίως με πυρομαχικά- φορτηγών αυτοκίνητων επί των καροποίητων οδών θα συναντήσει σοβαρές δυσκολίες, ενδεχομένως και ανυπέρβλητες, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την ταχεία φθορά τους, θέτει ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των επιχειρήσεων και πέραν του Σαγγάριου την καλή κατάσταση των αυτοκινήτων. Δηλαδή κάτι που δεν πρόκειται να υπάρξει.

Είναι προφανές, ότι η Στρατιά θέτει προϋποθέσεις για τη συνέχιση των επιχειρήσεων ανατολικά του Σαγγάριου που είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να είναι ευνοϊκές.

Μία ακόμη δυσχέρεια που αναφέρει στο υπόμνημά της η Στρατιά είναι ότι τον Σεπτέμβριο, δηλαδή σε 45 ημέρες, αρχίζει η εποχή των βροχών και επομένως (δεν το αναφέρει ρητά) η χρησιμοποίηση των φορτηγών αυτοκινήτων, των βαρέων και πεδινών πυροβόλων, αλλά και όλων των άλλων βοήλατων και ιππήλατων οχημάτων στην περιοχή του Σαγγάριου -που θα μετατρεπόταν σε βόρβορο- θα καθίστατο δυσχερής έως απαγορευτική. Επομένως ο καιρός επέβαλε την άμεση έναρξη της επιχείρησης, ώστε αυτή να ολοκληρωθεί πριν αρχίσουν οι βροχές. Η επανέναρξη της προέλασης θα επέτρεπε και την έναρξη των εργασιών για την επισκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία έπρεπε να αποτελέσει τη βασική γραμμή συγκοινωνιών της Στρατιάς, δεδομένης της ακαταλληλότητας του οδικού δικτύου της περιοχής του Σαγγάριου για την κίνηση των φορτηγών αυτοκινήτων. Και οι δύο αυτοί κρίσιμοι παράγοντες για την ευόδωση της επιχείρησης, επέβαλαν να εισακουστεί η εισήγηση του Σαρρηγιάννη: «Η Στρατιά δεν πρέπει να χάση καιρόν, αλλά να συνεχίση το ταχύτερον την επιθετικήν της πορείαν δια να εμποδίση την ανασυγκρότησιν του εχθρού και την αμυντικήν του οργάνωσιν».

Αυτή θα έπρεπε να ήταν η μόνη εισήγηση της Στρατιάς στο Συμβούλιο και τίποτε περισσότερο. Αλλά στο Συμβούλιο υπέβλήθη το παραπάνω ανερμάτιστο υπόμνημα, το οποίο οι παριστάμενοι -κατά τον Μπουλαλά- το υποδέχθηκαν με θυμηδία. Και βεβαίως στο Συμβούλιο δεν παραβρέθηκε ο Σαρρηγιάννης, που ίσως θα μπορούσε να τοποθετήσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Διότι ήταν ο μόνος που εκείνη τη στιγμή διέθετε ορθή στρατηγική αντίληψη των πραγμάτων.

Θεωρώ ότι το υπόμνημά ήταν το άλλοθι του Παπούλα για την περίπτωση που οι επιχειρήσεις προς την Άγκυρα αποτύγχαναν. Δηλαδή: “Εγώ σας ανέφερα τα προβλήματα, αλλά εσείς τα αγνοήσατε και με διατάξατε να πάω στην Άγκυρα”. Κάπως έτσι. Και δυστυχώς αυτό θα πει μετά την επιστροφή από τον Σαγγάριο. Αυτός ήταν ο Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Στρατιάς. Και η τοποθέτησή του στην θέση του Αρχιστρατήγου, ήταν καθαρή επιλογή του Πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη.

Θα πρέπει να σημειωθεί και κάτι ακόμη. Στο υπόμνημα περιλαμβάνεται μια φράση που προκαλεί ενδιαφέρον: «δια Τσιφτελέρ – Ινλάρ άνω των 300 χιλιομέτρων». Η φράση δημιουργεί την υποψία ότι η Στρατιά είχε μελετήσει σε κάποιο επίπεδο την επιχείρηση προς την Άγκυρα και είχε εξετάσει την περίπτωση η προέλαση να διεξαχθεί νότια του ποταμού Σαγγάριου, από την Αλμυρά Έρημο και ότι η κίνηση δια της κατευθύνσεως αυτής θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το σύστημα μεταφορών επειδή η απόσταση την οποία θα έπρεπε να καλύπτουν τα μέσα μεταφοράς ήταν πολύ μεγαλύτερη αυτής βόρεια του Σαγγάριου. Ο Σπυρίδωνός σε έγγραφο που φέρει χειρόγραφα την ημερομηνία «Αθήνα 3 Νοεμβρίου 1933» και φυλάσσεται στο αρχείο της ΔΙΣ**, αναφέρει ότι κατά τη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου του ετέθη «το πρόβλημα του ανεφοδιασμού συμφώνως προς το εφαρμοσθέν σχέδιον του ελιγμού των σωμάτων στρατού δια της νοτίως του Σαγγαρίου ερήμου. Ο αρχηγός του στρατού προ της διαφωνίας των επιτελών του, στηριχθείς εις την ελπίδα καταλήψεως ανεπάφου της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αλπήκιοϊ – Μπεϊλίκ Κιοπρού – Άγκυρα, συνέταξε το γνωστό προς την κυβέρνησιν υπόμνημα». Τα παραπάνω ο Σπυρίδωνος δεν το καταγράφει στο βιβλίο του «Πόλεμος και Ελευθερίαι».

Είναι εύλογο σε πολλούς να προκληθεί η απορία για ποιους λόγους έγινε η παραπάνω μακροσκελής παρουσίαση. Ένας ήταν ο λόγος που την προκάλεσε. Να καταδειχθεί το τεράστιο πρόβλημα, που με ευθύνη της κυβέρνησης, ταλάνιζε την Μικρασιατική Στρατιά στο στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Και τα δύο επίπεδα ήταν ακέφαλα. Η Ελληνική Στρατιά δεν διέθετε ηγεσία ικανή να λάβει τις εκάστοτε αναγκαίες στρατηγικές και επιχειρησιακές αποφάσεις. Η Ελληνική Στρατιά δεν διέθετε τον Αρχιστράτηγο που απαιτούσαν οι καιροί. Στην πραγματικότητα δεν διέθετε τον διοικητή που μπορούσε να αποφασίζει, ανεπηρέαστος από τις αντιτιθέμενες απόψεις του επιτελείου του, κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό. Οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονταν, αποτελούσαν συγκερασμό των αντικρουόμενων απόψεων των κύριων επιτελών. Και στο σημείο αυτό ο Σπυρίδωνος είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Κατά τη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου, μετά τον Υπαρχηγό του Επιτελείου και τον Διευθυντή του IV Γραφείου, τον λόγο έλαβε ο Επιτελάρχης ο οποίος είπε: «Ευρισκόμεθα προ μιας απολύτου αισιοδοξίας του Γραφείου Επιχειρήσεων και μιας απολύτου απαισιοδοξίας του Γραφείου Ανεφοδιασμού και Μεταφορών. Εγώ είμαι μεταξύ των δύο. Επειδή όμως εκ πείρας γνωρίζω ότι το Γραφείο Μεταφορών αποδίδει περισσότερα από όσα υπόσχεται κλίνω μάλλον προς τας απόψεις του ΙΙΙ Γραφείου».

 

Η εισήγηση Σπυρίδωνος

Με βάση τα όσα γνωρίζουμε σήμερα, φαίνεται ότι η εισήγηση του Αντισυνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος προς τον Διοικητή της Στρατιάς -γραμμένη ασφαλώς πολύ μετά το τέλος της εκστρατείας- ότι «τα απομένοντα τώρα εις τας Μεραρχίας πυρομαχικά μετά τους τελευταίους αγώνες επαρκούν μόνον δι’ αγώνα μιας ή το πολύ δύο ημερών», ήταν μάλλον υπερβολική και διαψεύδεται από τα αναφερόμενα στο ΧΙ κεφάλαιο του τόμου της ΔΙΣ «Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν», σελίδες 226-243, σύμφωνα με το οποίο οι Μεραρχίες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αναπλήρωναν ανελλιπώς τα καταναλωθέντα πυρομαχικά τους είτε δια αυτοκινήτων που προωθούνταν εγγύς της θέσης των Συζυγαρχιών τους, είτε δια εφοδιοπομπών καμηλών που προωθούνταν μέχρι τα Σώματα Στρατού από τα σημεία εκφόρτωσης αυτοκινήτων ή τα Κέντρα Εφοδιασμού, ή διατίθεντο και ακολουθούσαν τα Σώματα Στρατού. Όμως η εισήγηση του Σπυρίδωνος αποτέλεσε το άλλοθι του Παπούλα για να «σταθεί» ενάντια στην προς την Άγκυρα επιχείρηση. Ασφαλώς πολλά πράγματα θα έπρεπε να γίνουν για την ανασυγκρότηση την ενίσχυση και τον ανεφοδιασμό της Στρατιάς μετά τις μάχες που προηγήθηκαν, αλλά στις 13 Ιουλίου οι Ελληνικές Μεραρχίες είχαν πλήρεις τους φόρτους τους σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Άλλωστε στις επιχειρήσεις του Ιουλίου οι καταναλώσεις πυρομαχικών δεν υπήρξαν μεγάλες, δεδομένου ότι μόνον 4 μεραρχίες από τις 11 της Στρατιάς είχαν σημαντική συμμετοχή στις διεξαχθείσες μέχρι και τις 7 Ιουλίου μάχες και ως εκ τούτου η συμπλήρωση των αποθεμάτων τους μέχρι την ημερομηνία που έλαβε χώρα η αναφερόμενη υπό του Σπυρίδωνος σύσκεψη, ήταν εύλογο ότι θα είχε ολοκληρωθεί.

(Σ.σ. Η μεγάλη τιμή για τη διάρρηξη του ισχυρά οχυρωμένου θύλακα της Κιουτάχειας κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου ανήκει στις Ι και V Μεραρχίες των Α’ και Β’ Σ.Σ. αντίστοιχα, οι οποίες στην κρίσιμη και αμφίρροπη μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ – Υψώματος 1799, ανέπτυξαν πρωτοβουλία, συνεργάστηκαν μεταξύ τους -χωρίς την παρέμβαση των Σωμάτων Στρατού στα οποία ανήκαν- και διέρρηξαν την εχθρική τοποθεσία στο αριστερό της, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εξαναγκαστούν να αποχωρήσουν από τον οχυρωμένο θύλακα της Κιουτάχειας για να αποφύγουν την κύκλωση και να συμπτυχθούν προς το Εσκή Σεχήρ και το Σεϊντή Γαζή. Από τις λοιπές Μεραρχίες οι VII, Χ και το Απόσπασμα της ΙΧ ήρθαν σε επαφή με τις οπισθοφυλακές του Τουρκικού Στρατού όταν εγκατέλειπε την Κιουτάχεια. Η ΙΙ, ΙΙΙ, IV, XI, XII και XIII Μεραρχίες, είχαν ελάχιστη έως καθόλου συμμετοχή στις μάχες. Στη δε μάχη της 8ης Ιουλίου αν και έλαβε μέρος το μεγαλύτερο μέρος των Μεραρχιών, ο αγώνας ήταν διάρκειας ολίγων ωρών και επομένως και οι καταναλώσεις μικρές. Αν οι απώλειες είναι ικανές να φανερώσουν την ένταση των μαχών και σε ένα βαθμό και τις καταναλώσεις πυρομαχικών, τότε θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Ι και V Μεραρχίες, στις μάχες του Καραμπουγιού Νταγ, του Υψώματος 1799 και του Τσαούς Τσιφλίκ, είχαν από κοινού το 31% των συνολικών απωλειών της Ελληνικής Στρατιάς σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Ιουλίου, που ανέρχονταν 8.371 νεκρούς τραυματίες και αγνοούμενους. Αν υπολογιστούν οι απώλειες των Ι και V Μεραρχιών και στις υπόλοιπες μάχες -για τις οποίες δεν διαθέτουμε στοιχεία- τότε οι συνολικές απώλειες αυτών, ίσως προσεγγίζουν το 40% των συνολικών απωλειών της Στρατιάς. Οι ως άνω παρατηρήσεις έχουν τη σημασία τους για όσα θα αναφέρουμε αμέσως μετά).

Η V Μεραρχία μολονότι ήταν αυτή που έδωσε τους σκληρότερους αγώνες και είχε τις μεγαλύτερες καταναλώσεις πυρομαχικών από όλες τις άλλες Ελληνικές Μεραρχίες, μέχρι και τις 8 Ιουλίου είχε καταναλώσει μόλις το 43% των 7.541 βλημάτων του μεραρχιακού πυροβολικού της [2 Ορειβατικές Μοίρες (ΜΟΠ) με 8 πυροβόλα 65 χιλ. εκάστη] που μεταφέρονταν υπό των ΜΟΠ και της V Μοίρας Συζυγαρχιών και το 28% των 16.398 συνολικά μεταφερόμενων βλημάτων, υπολογιζόμενων και των βλημάτων των λοιπών Μοιρών Πυροβολικού και Μονάδων που υποστήριξαν τους αγώνες της Μεραρχίας. Για την ακρίβεια των πραγμάτων, η Vα ΜΟΠ και η Vβ ΜΟΠ κατανάλωσαν συνολικά κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 3.269 βλήματα, δηλαδή κατά Μ.Ο. 204 βλήματα κατά πυροβόλο, έναντι των 180 βλημάτων κατά πυροβόλο που μετέφερε εκάστη ΜΟΠ. Τα οργανικά τους πυρομαχικά συμπληρώθηκαν από τη Μοίρα Συζυγαρχιών της Μεραρχίας που μετέφερε 1.442 βολιδοφόρα και 3.295 εκρηκτικά βλήματα. Σε όλες τις μάχες στις οποίες συμμετείχε V Μεραρχία, οι Συζυγαρχίες της ανεφοδίαζαν κανονικά τα μάχιμα τμήματα χωρίς να παρατηρηθεί έλλειψη πυρομαχικών, ο δε ανεφοδιασμός των Συζυγαρχιών γινόταν από κλιμάκια αυτοκινήτων επί της οδού Σάλκιοϊ – Αλτουντάς. Στη συνέχεια και κατά την κίνηση της Μεραρχίας επί ορεινού εδάφους, ο ανεφοδιασμός των Συζυγαρχιών της γινόταν δια εφοδιοπομπών καμηλών οι οποίες προωθούνταν στις θέσεις τους από τον Σταθμό Εφοδιασμού που ιδρύθηκε στο χ. Αλτουντάς.

Ο τότε διευθυντής του ΙΙΙ Γραφείου της Ι Μεραρχίας, Λοχαγός Μπουλαλάς, αναφέρει ότι στις 13 Ιουλίου η Ι Μεραρχία διέθετε 4½ ημερών τροφές και «όσον δ’ αφορά τα πυρομαχικά είχε πλήρη τα μεταγωγικά μάχης των μονάδων, εκτός από τον ατομικόν εφοδιασμόν των ανδρών, και επί πλέον 200 οβίδας κατά πυροβόλον επί του μετ’ αυτής κινουμένου κλιμακίου αραμπάδων». Επομένως στις 13 Ιουλίου οι ΜΟΠ της Ι Μεραρχίας διέθεταν πλήρη τα οργανικά τους πυρομαχικά, δηλαδή 180 βλήματα κατά πυροβόλο, στη δε Μοίρα Συζυγαρχιών μεταφέρονταν τα προβλεπόμενα 120 βλήματα κατά πυροβόλο, ήτοι στο σύνολο 300 βλήματα κατά πυροβόλο. Επιπλέον, μεταφέρονταν στο κλιμάκιο αραμπάδων που συνόδευε τη Μεραρχία ακόμη 200 βλήματα κατά πυροβόλο.

Όσον αφορά τις λοιπές Μεραρχίες, μπορούμε να εκτιμήσουμε με ασφάλεια ότι η κατάσταση τους στις 15 Ιουλίου, από πλευρά διατιθέμενων πυρομαχικών, ήταν ευνοϊκότερη των Ι και V Μεραρχιών. Οι παρακάτω αναφορές είναι ενδεικτικές.:

  • Η ΙΙΙ Μεραρχία, πέραν των οργανικών πυρομαχικών της (300 βλήματα κατά πυροβόλο), συνοδευόταν από εφοδιοπομπή αυτοκινήτων η οποία μετέφερε 250 βλήματα κατά πεδινό και ορειβατικό πυροβόλο των 75 και 65 χιλ. αντίστοιχα. Η ΙΙΙ Μεραρχία δεν ενεπλάκη σε μάχη μέχρι και τις 8 Ιουλίου.
  • Το Γ’ Σ.Σ. (VII και Χ Μεραρχίες) παρακολουθείτο κατά την προέλασή του προς την Κιουτάχεια από τη β’ Πεδινή Εφοδιοπομπή εξ 900 οχημάτων, η οποία μετέφερε συνολικά 12.000 βλήματα πεδινού πυροβολικού (για τα 36 πεδινά πυροβόλα του Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού του Σώματος), και από 8.000 βλήματα ορειβατικού πυροβολικού των 75 και 65 χιλ. για τις ΜΟΠ των 75 χιλ. της VII Μεραρχίας και των 65 χιλ. της Χ Μεραρχίας. Δηλαδή πέραν των οργανικών βλημάτων πυροβολικού των Μεραρχιών και του ΣΠΠ, μεταφέρονταν ακόμη 333 βλήματα κατά πεδινό πυροβόλο 75 χιλ., 500 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο 75 χιλ. και 500 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο 65 χιλ. Οι Μεραρχίες του Γ’ Σ.Σ. ενεπλάκησαν σε μάχη στις 3 Ιουλίου με τις οπισθοφυλακές του Τουρκικού Στρατού που αποχωρούσε από την τοποθεσία της Κιουτάχειας και στις 8 Ιουλίου για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης. Και οι δύο Μεραρχίες του Γ’ Σ.Σ., μετά τις 3 Ιουλίου ανεφοδιάζονταν συνεχώς με πυρομαχικά, η μεν VII εκ του 2ου Λόχου καμηλών (400 καμήλες) ο οποίος την ακολουθούσε από τις 27 Ιουνίου, η δε Χ από τη β’ Πεδινή Εφοδιοπομπή. Στις 9 Ιουλίου το Γ’ Σ.Σ. ανεφοδιάστηκε σε πυρομαχικά στο Εσκή Σεχήρ από τη β’ Πεδινή Εφοδιοπομπή.
  • Η ΙΙ Μεραρχία είχε αμελητέα συμμετοχή στην μάχη του Καραμπουγιού Νταγ και του Υψώματος 1799.
  • Η ΧΙΙ Μεραρχία ομοίως δεν έλαβε μέρος σε μάχη.
  • Η ΧΙΙΙ Μεραρχία «αρνήθηκε» να συμμετάσχει στη μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ.

Κατόπιν τούτων προκαλεί μεγάλη απορία η εισήγηση του Σπυρίδωνος. Η αναφορά του ότι «τα απομένοντα τώρα στις Μεραρχίες πυρομαχικά επαρκούν για αγώνα 1-2 ημερών» δεν υποστηρίζεται από πουθενά. Πως μπορεί να κάνει αυτήν τη δήλωση όταν η V Μεραρχία είχε καταναλώσει σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Ιουλίου κάτι περισσότερο από τα οργανικά πυρομαχικά των Μοιρών Πυροβολικού της (204 βλήματα κατά πυροβόλο, έναντι των 180 βλημάτων κατά πυροβόλο που μετέφεραν) και τα καταναλωθέντα είχαν αναπληρωθεί από την Μοίρα Συζυγαρχιών και αυτής από τις εφοδιοπομπές;

Θεωρώ ότι στις 13 Ιουλίου οι Μεραρχίες της Ελληνικής Στρατιάς διέθεταν πλήρη τα οργανικά πυρομαχικά τους, στο δε Εσκή Σεχήρ και το Σεϊντή Γαζή είχαν αρχίσει να συρρέουν οι Εφοδιοπομπές πυρομαχικών που ακολουθούσαν τα Σώματα Στρατού και τις Μεραρχίες και ταυτόχρονα θα πρέπει να είχαν μεταφερθεί δια αυτοκινήτων και σημαντικές ποσότητες πυρομαχικών από το Ουσάκ και το Τουμλού Μπουνάρ. Κατόπιν τούτων, τουλάχιστο από απόψεως διατιθέμενων πυρομαχικών, μπορούσε να συνεχιστεί με ασφάλεια η καταδίωξη του κατ’ επανάληψη ηττηθέντος Τουρκικού Στρατού που αποχωρούσε «δρομαίως» προς τα ανατολικά. Η διακοπή της καταδίωξης ήταν λάθος της Στρατιάς, αλλά το ακόμη μεγαλύτερο λάθος ήταν ότι στη συνέχεια και αφού οι Μεραρχίες συμπλήρωσαν τον εφοδιασμό τους σε πυρομαχικά, η Στρατιά δεν συνέχισε την προέλασή της εντός του θύλακα του Σαγγάριου προκειμένου να αποκαταστήσει την επαφή με το αντίπαλο στράτευμα, όπως εισηγούνταν ο Υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς. Στη περίπτωση που η Στρατιά συνέχιζε την προέλασή προς τον Σαγγάριο, έστω και μετά την ολιγοήμερη διακοπή που μεσολάβησε, θα άρχιζαν αμέσως και οι εργασίες για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων τεχνικών έργων της σιδηροδρομικής γραμμής και κατ’ αυτόν τον τρόπο και ανάλογα με τη πρόοδο της επισκευής, θα προωθούνταν συνεχώς προς ανατολάς οι τερματικοί σταθμοί εφοδιασμού, πράγμα που θα βελτίωνε διαρκώς το ρεύμα εφοδιασμού της Στρατιάς σε μέσα μάχης και συντηρήσεως και ειδικά όταν αυτή θα εμπλεκόταν σε μάχη ανατολικά του Σαγγάριου. Επιπλέον και μέχρι να αρχίσουν οι κύριες επιχειρήσεις, θα ήταν δυνατή η δημιουργία αποθεμάτων πυρομαχικών σε προωθημένες θέσεις για τη διευκόλυνση του εφοδιασμού των Μονάδων μετά την έναρξη της μάχης. Οι όποιες αναγκαίες εργασίες για τη συμπλήρωση της δύναμης των Μεραρχιών, την μεταφορά και τη συγκέντρωση των εφοδίων και υλικών στο Εσκή Σεχήρ, στο οποίο από τις 10 Ιουλίου είχε μεταφερθεί το Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Ουσάκ μετονομασθέν σε Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού Εσκή Σεχήρ, την επισκευή και τη συμπλήρωση των υλικών και μέσων, την αντικατάσταση των φθαρέντων ατομικών ειδών του προσωπικού κλπ, θα μπορούσαν να εκτελεστούν με τις Μεραρχίες εγκατεστημένες εντός του θύλακα του Σαγγάριου και ενώ θα προετοιμάζονταν για την ανάληψη των κύριων επιχειρήσεων. Τα όποια προβλήματα παρουσιάστηκαν αργότερα, κατά τη διάρκεια των μαχών, στο ζήτημα του εφοδιασμού της Στρατιάς σε μέσα μάχης (πυρομαχικά), σε καμιά περίπτωση δεν προήλθαν από την ανεπάρκεια των μέσων μεταφοράς, όπως υποστήριξε στη σύσκεψη ο Σπυρίδωνος, αλλά ήταν αποτέλεσμα, αποκλειστικά και μόνο, του ανόητου και επικίνδυνου ελιγμού δια του οποίου εκτελέστηκε η επιχείρηση, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.

Μπορούμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια ότι η εισήγηση του Σπυρίδωνος αποτέλεσε το άλλοθι που χρειαζόταν ο Παπούλας για να αναβάλει, ή και να αποφύγει αν μπορούσε, τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα. Αλλά σίγουρα η εισήγηση του Σπυρίδωνος ήταν το λιγότερο υπερβολική. Μπορεί ο σιδηρόδρομος στις 13 Ιουλίου να έφθανε μέχρι το Αλπήκιοϊ, αλλά η υπολειπόμενη απόσταση μέχρι τον Σαγγάριο ήταν 100 χιλιόμετρα που διαρκώς και ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών επισκευής της σιδηροδρομικής γραμμής θα μειώνονταν και πολύ σύντομα ο σιδηρόδρομος θα εξυπηρετούσε τον όγκο των μεταφορών της Στρατιάς. Τα όποια προβλήματα θα παρουσιάζονταν στις μεταφορές μέχρι την πλήρη επισκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, θα επιλύονταν από τον μεγάλο αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων που διέθετε η Στρατιά (600 βαρέα και 240 ελαφρά, μεταφορικής ικανότητας 3 και 1,5 τόνων αντίστοιχα). Τα προβλήματα όμως εφοδιασμού της Τουρκικής Στρατιάς σε μέσα μάχης και συντηρήσεως, ήταν απείρως μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα της Ελληνικής Στρατιάς. Και τούτο επειδή οι Τούρκοι αφ’ ενός δεν διέθεταν φορτηγά αυτοκίνητα και οργανωμένη επιμελητεία και αφ’ ετέρου τα αναγκαιούντα για το στρατό τους εφόδια και πυρομαχικά τα μετέφεραν στην Άγκυρα με αραμπάδες και φορτηγά ζώα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, μέσα από ορεινά και δύσκολα μονοπάτια. Και το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Τουρκικός Στρατός στις μεταφορές του ήταν γνωστό σε όλους και όλοι οι στρατιωτικοί συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Σπυρίδωνος, το έχουν καταγράψει στα συγγράμματά τους. Δυστυχώς η Ελληνική Στρατιά έδωσε στους Τούρκους κάθε άνεση χρόνου για να ενισχύσουν τα αποθέματα πυρομαχικών και εφοδίων που τηρούσαν στην Άγκυρα, δια εντατικών μεταφορών από τα λιμάνια του Εύξεινου.

 

Το Συμβούλιο της Κιουτάχειας

Λύση στο πρόβλημα που ανέκυψε στο εσωτερικό της Στρατιάς ανέλαβε να δώσει η Κυβέρνηση και κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης με τον Υπουργό των Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη μετέβησαν στην Κιουτάχεια.

Σύμφωνα με τον Παπούλα, όταν οι Γούναρης και Θεοτόκης αφίχθησαν στην Κιουτάχεια, τον αγνόησαν και συζήτησαν διεξοδικά τα της συνεχίσεως της προελάσεως προς την Άγκυρα με τον Υπαρχηγό του επιτελείου Συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη. Στη συζήτηση παρίστατο και ο Υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός. Τα σχετικά με τη γενομένη συζήτηση τα πληροφορήθηκε ο Παπούλας την επομένη από τον Σαρρηγιάννη. Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία επειδή καταδεικνύει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι η βασική αρχή της ενότητας της διοικήσεως δεν υφίστατο ούτε μεταξύ της Κυβέρνησης και του Αρχιστράτηγου, αλλά ούτε μεταξύ του Αρχιστράτηγου και του Επιτελείου του. Ακόμη είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός δεν έτρεφε καμιά εμπιστοσύνη στο πρόσωπο και τη γνώμη του Αρχιστράτηγου τον οποίον ο ίδιος είχε επιλέξει (τον παρελθόντα Μάρτιο είχε προσπαθήσει να τον αντικαταστήσει με τον Ιωάννη Μεταξά) αλλά παρά ταύτα τον διατηρούσε στη θέση του, ο δε Παπούλας παρ’ ότι υφίστατο τοιαύτης φύσεως προσβολή από τον Πρωθυπουργό δεν παραιτήθηκε. Υπάρχει πάντα και η απορία αν αντιλαμβανόταν το μέγεθος της προσβολής που έγινε προς το πρόσωπό του, δεδομένου ότι ο ίδιος αναφέρει τα σχετικά συμβάντα.

Στις 15 και 16 Ιουλίου συνήλθε στην Κιουτάχεια Συμβούλιο υπό την προεδρία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο οποίο συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός των Στρατιωτικών, ο Διοικητής της Στρατιάς και ο Επιτελάρχης του, καθώς και οι Υποστράτηγοι Βίκτωρ Δούσμανης και Ξενοφώντας Στρατηγός, Αρχηγός και Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου αντίστοιχα, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρήσεων.

Το τι ακριβώς διημείφθη στη σύσκεψη και το τι εισηγήθηκε ένας έκαστος εκ των συμμετασχόντων ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε δεν τηρήθηκαν πρακτικά και ως εκ τούτου υπάρχει σχετική παραφιλολογία. Δύο εκ των συμμετασχόντων, οι Δούσμανης και Στρατηγός, είναι ελάχιστα διαφωτιστικοί στα συγγράμματά τους. Ο Βασιλιάς παρέμεινε σιωπηλός -και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, άλλωστε; Ουδεμία αρμοδιότητα διέθετε επί του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της διεξαγωγής των επιχειρήσεων, η δε μετάβαση και παραμονή του στη Μικρά Ασία είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Ο Πρωθυπουργός έθεσε τα πράγματα στη θέση τους δηλώνοντας ότι η Κυβέρνηση αποφάσισε και διέταξε την εκτέλεση των επιχειρήσεων του Ιουλίου με σκοπό την καταστροφή του εχθρού και ερώτησε τη Στρατιά εάν ο εχθρός είχε εκμηδενιστεί. Ο Παπούλας όπως πάντα παρέμεινε σιωπηλός και αντ’ αυτού μίλησε «εξ ονόματός του» ο Πάλλης, ο οποίος παρουσίασε τις δυσχέρειες της υπό συζήτηση επιχείρησης. Εκείνο που τελικά έχει σημασία είναι η ομοφώνως ληφθείσα απόφαση περί συνεχίσεως της εκστρατείας προς την Άγκυρα. Και περί τούτου τίποτε περισσότερο από ό,τι τηλεγραφεί ο Πρωθυπουργός προς τη «Βασιλικήν Κυβέρνησιν» στις 16 Ιουλίου:

«Κιουτάχεια 16.7.21. Σήμερον την πρωίαν εγένετο σύσκεψις υπό την προεδρίαν της Α.Μ. Βασιλέως. … Έθεσα τη βάσιν ότι η κυβέρνησις απεφάσισε και διέταξε τας πολεμικάς επιχειρήσεις με σκοπόν την καταστροφήν του εχθρού, πιστοποιηθησομένην είτε εκ προσφοράς αυτού να διαπαραγματευθή και δεχθή ειρήνην οίαν ημείς νομίζομεν συμφέρουσαν, είτε εκ διαλύσεως της στρατιωτικής αυτού δυνάμεως, ήτις επιτρέψη ημίν να κηρύξωμεν περαιωμένον τον αγώνα δι’ εκμηδενίσως εχθρού…. Του εχθρού μη δηλώσαντος διάθεσιν να διαπραγματευθή και δεχθή ειρήνην ηρώτησα τη στρατιάν αν νομίζη επελθούσαν εκμηδένισιν εχθρού .. Στρατιά εδήλωσεν ότι στρατός εχθρού υπέστη σημαντικότατας απωλείας και ευρίσκεται εις κατάστασιν πολύ προσεγγίζουσαν την αποσύνθεσιν. Αλλ’ ότι η κατάστασις αυτού δεν δύναται χαρακτηρισθή εκμηδένισις κατ’ ανωτέρω έννοιαν. Εις ερώτησιν αν και τις δύναται να γίνη ενέργεια προς επιτυχίαν σκοπούμενου αποτελέσματος (σ.σ. την καταστροφήν του εχθρού), πάντες συνεφώνησαν ότι τούτο δύναται να επιτευχθή κατά το μάλλον και ήττον πλήρες, πάντως όμως επαρκές εκ συνεχίσεως διώξεως εχθρού, φθάνουσης το πολύ μέχρι Άγκυρας και Άλυος ποταμού. Έναρξις εκκινήσεως απαιτήση 20 ημέρας ένεκα της ανάγκης ανεφοδιασμού Μεραρχιών, ιδία δι’ υποδημάτων και ενδυμασιών».

Η επιχείρηση πήρε αναβολή 20 ημερών προκειμένου οι Μεραρχίες να ανεφοδιαστούν -όχι βεβαίως σε πυρομαχικά- αλλά σε «υποδήματα και ενδυμασίες». Φαίνεται ότι τελικά, αυτός ήταν ο κύριος λόγος που επικαλέστηκε η Στρατιά (ο Πάλλης δηλαδή) για να πάρει αναβολή η έναρξη της επιχείρησης. Όχι η συμπλήρωση των πυρομαχικών των μονάδων, ή η μεταφορά και συγκέντρωση στο Δορύλαιο των εις Ουσάκ και Τουμλού Μπουνάρ αποθεμάτων πυρομαχικών.

Ο Υπαρχηγός του Επιτελείου της Σ.Μ.Α. Σχης (ΜΧ)

Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης.

(Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο του Ελληνικού

Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου)

Είναι προφανές ότι εκείνη τη στιγμή ο μόνος που διέθετε ορθή στρατηγική αντίληψη για το δέον γενέσθαι ήταν ο Υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς Συνταγματάρχης Σαρρηγιάννης. Κάθε ημέρα που παρερχόταν με την Ελληνική Στρατιά αδρανούσα ανατολικά του Εσκή Σεχήρ, απέβαινε προς όφελος του Τουρκικού Στρατού, ο οποίος μετά την ήττα του στις μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκή Σεχήρ χρειαζόταν σημαντικό χρόνο για να συνέλθει, να ανασυγκροτηθεί, να αναπληρώσει τις απώλειές του, να συμπληρώσει τη στρατολογία του και τον εφοδιασμό του, να ενισχυθεί με ανέπαφες δυνάμεις και να οργανώσει την άμυνα του ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου. Και ο χρόνος που δόθηκε στον αντίπαλο από τη διοίκηση της Ελληνικής Στρατιάς, για να μπορέσει (η Στρατιά) να ανεφοδιαστεί «σε υποδήματα και ενδυμασίες», ήταν τεράστιος.

Επιβάλλεται να μην διαλάθει της προσοχής μας ότι ποτέ και για κανένα λόγο δεν δίνεις στον κατ’ επανάληψη ηττηθέντα αντίπαλό σου τον χρόνο και την άνεση για να αναδιοργανωθεί και να προετοιμάσει την άμυνα του. Και οι Τούρκοι δεν είχαν απλά ηττηθεί. Ο ψυχικός κλονισμός που υπέστησαν από την απώλεια μιας πολύ μεγάλης εδαφικής έκτασης και σημαντικών και ιστορικών πόλεων, ήταν τρομακτικός. Ήταν η δεύτερη φορά στην ιστορία τους που εχθρικό στράτευμα εισερχόταν στον ζωτικό χώρο του Μικρασιατικού υψιπέδου μετά την κατάκτηση του το 1071 μ.Χ. από τους Σελτζούκους Τούρκους. (Σ.σ.: Η πρώτη ήταν η προσωρινή κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τον Ταμερλάνο μετά την μάχη της Άγκυρας το 1402 μ.Χ.). Αυτό που τους συγκράτησε από την κατάρρευση ήταν η σιδερένια θέληση του Κεμάλ. Και βεβαίως ο άφθονος χρόνος που τους παραχώρησε η Στρατιά για να οργανώσουν την άμυνά τους.

(Σ.σ. Σπεύδω να δηλώσω ότι η συνέχιση των Επιχειρήσεων προς την Άγκυρα αποτελούσε μονόδρομο. Για να υπάρξει ευμενής για την Ελλάδα και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό διαπραγμάτευση του Μικρασιατικού ζητήματος στο Παρίσι και το Λονδίνο, μία μόνο λύση υπήρχε: η συντριβή του Τουρκικού Στρατού πριν αυτός ανασυγκροτηθεί και ενισχυθεί. Και ο Τουρκικός Στρατός βρισκόταν ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου, καλύπτοντας την Άγκυρα).

 

Κρίσιμα προς επίλυση ζητήματα

Αποφασισθείσας της προς Άγκυρα επιχείρησης, επιβαλλόταν να τακτοποιηθούν το δυνατόν συντομότερο τα παρακάτω κρίσιμα ζητήματα:

  1. Η οργάνωση Γενικού Κέντρου Εφοδιασμού στο Εσκή Σεχήρ και η συγκέντρωση σε αυτό των αναγκαιούντων μέσων μάχης και συντηρήσεως (τροφές, νομή και πολλά άλλα υλικά και εφόδια).
  2. Η ταχεία μεταφορά των συγκεντρωμένων στο Ουσάκ και το Τουμλού Μπουνάρ πυρομαχικών στη Βάση Εφοδιασμού Μουδανιών και στο Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού Εσκή Σεχήρ.
  3. Ο καθορισμός του χρόνου έναρξης της επιχείρησης προς την Άγκυρα και ο καταρτισμός του Σχεδίου επιχειρήσεων.
  4. Η επισκευή των καταστραφέντων από τους Τούρκους -κατά την υποχώρησή τους προς το Σαγγάριο- τεχνικών έργων της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα από το χωριό Αλπήκιοϊ μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο.
  5. Ο καθορισμός της εκστρατευτικής δύναμης που θα επιχειρούσε προς την Άγκυρα, η αναπλήρωση των απωλειών των μονάδων και η συμπλήρωση της δύναμης των Μεραρχιών (κυρίως της μάχιμης δύναμης) στην προβλεπόμενη υπό των πινάκων.

Η τακτοποίηση των δύο πρώτων ζητημάτων είχε αρχίσει από τις 3 Ιουλίου, όταν αμέσως μετά την αποχώρηση του Τουρκικού Στρατού από τον οχυρωμένο θύλακα της Κιουτάχειας, άρχισε η εντατική μεταφορά των συγκεντρωμένων στο Ουσάκ και το Τουμλού Μπουνάρ εφοδίων και πυρομαχικών, αφ’ ενός οδικώς –δια φορτηγών αυτοκινήτων- μέσω Κιουτάχειας προς το Εσκή Σεχήρ και αφ’ ετέρου σιδηροδρομικώς προς τη Σμύρνη, εκείθεν θαλασσίως προς τα Μουδανιά, στη συνέχεια δια φορτηγών αυτοκινήτων προς το Καράκιοϊ και ακολούθως σιδηροδρομικά στο Εσκή Σεχήρ. Κατόπιν τούτου, είναι εύλογο ότι από τις 8 έως και τις 15 Ιουλίου, θα είχαν συγκεντρωθεί στο συγκροτηθέν στο Εσκή Σεχήρ Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού κάποιες σημαντικές ποσότητες πυρομαχικών.

 

Ο χρόνος έναρξης της επιχείρησης

Η επιχείρηση, και ειδικά η προέλαση για την αποκατάσταση της διακοπείσας επαφής με τον αντίπαλο, επιβαλλόταν να αρχίσει το δυνατόν συντομότερο (αμέσως, αν ήταν δυνατό) για τους εξής λόγους:

  • Η Στρατιά έπρεπε να αποκαταστήσει αμέσως την επαφή με τον εχθρό προκειμένου να τον θέσει υπό την παρατήρησή της και τα πυρά της, ώστε αυτός να βρίσκεται υπό διαρκή πίεση και την απειλή αιφνιδιαστική επιθέσεως. Επιπλέον η αποκατάσταση της επαφής θα έδινε στη Στρατιά τη δυνατότητα να αποκτήσει τις απαιτούμενες πληροφορίες προκειμένου να σχεδιάσει και να οργανώσει την επίθεσή της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
  • Ο εχθρός επιβαλλόταν να στερηθεί του όποιου χρόνου χρειαζόταν για να συνέλθει από την ήττα που είχε υποστεί και να οργανώσει με άνεση την άμυνά του.
  • Ήταν αδήριτη ανάγκη να αρχίσουν το συντομότερο οι εργασίες για την επισκευή των κατεστραμμένων τεχνικών έργων της σιδηροδρομικής γραμμής -έπρεπε ήδη να είχαν αρχίσει- διότι χωρίς αυτήν θα ήταν δυσχερής η υποστήριξη της επιχείρησης από πλευράς μεταφορών.
  • Ο διαθέσιμος χρόνος για την ολοκλήρωση της επιχείρησης προς την Άγκυρα ήταν πολύ περιορισμένος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου άρχιζε η εποχή των βροχών και τότε η κάθε πολεμική ενέργεια τερματιζόταν λόγω της μετατροπής του κεντρικού Μικρασιατικού Υψιπέδου σε έναν απέραντο λασπότοπο.

Κατόπιν τούτων η προέλαση επιβαλλόταν να αρχίσει εάν ήταν δυνατό στις 17 ή στις 18 Ιουλίου, προκειμένου με την έναρξη αυτής να ξεκινήσουν και οι εργασίες για την αποκατάσταση της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας. Σε περίπτωση που υπήρχαν αμφιβολίες για τη θέση του εχθρού, ή αδυναμίες εκ τη μη αποκατάστασης ακόμη ενός ικανού αποθέματος πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων στο Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Εσκή Σεχήρ, η προέλαση θα μπορούσε να διεξαχθεί με διαδοχικά άλματα.

Παρά ταύτα, ο χρόνος έναρξης της επιχείρησης δεν καθορίστηκε με βάση τους παραπάνω κρίσιμους και περιοριστικούς παράγοντες, αλλά από την ανάγκη εφοδιασμού της Στρατιάς με «υποδήματα και ενδυμασίες».

 

Άξονες επιχειρήσεων

Τρείς ήταν οι κύριοι άξονες που προσφέρονταν για τη διεξαγωγή της προς την Άγκυρα επιχείρησης και επί των οποίων η Ελληνική Στρατιά μπορούσε να αναπτύξει τις δυνάμεις της, είτε ενεργώντας επί ενός άξονος, είτε επί δύο ή και των τριών αξόνων:

Άξονες Επιχειρήσεων

Άξονας Α’

Αναπτύσσεται στην μεταξύ των ποταμών Πουρσάκ και του Βορείου κλάδου του Σαγγάριου περιοχή και στη συνέχεια εκατέρωθεν της κοιλάδας του ποταμού Εγκυρέ Σου. Διέτρεχε ως επί το πλείστον ορεινό έδαφος, κυρίως ανατολικά του Σαγγάριου, το οποίο όμως δεν αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο λόγω της ορεινής σύνθεσης των Ελληνικών Μεραρχιών. Υποστηριζόταν υπό της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα. Η διεξαγωγή της επιχείρησης επί του άξονος αυτού, απαιτούσε τη βιαία διάβαση του ποταμού Σαγγάριου. Ευοδουμένης της επιχείρησης επί του άξονος αυτού, εξετίθεντο σε κίνδυνο αποκοπής οι ευρισκόμενες νότια της σιδηροδρομικής γραμμής Τουρκικές δυνάμεις.

Άξονας Β’

Αναπτύσσεται στην μεταξύ των ποταμών Πουρσάκ και του νότιου κλάδου του ποταμού Σαγγάριου εδαφική ζώνη και στη συνέχεια, μετά την γέφυρα του Μπεϊλίκ Κιοπρού, εκατέρωθεν της προς Άγκυρα σιδηροδρομικής γραμμής. Το έδαφος επί του οποίου εξελίσσεται ο άξονας είναι σχετικά ομαλό, διέθετε αρκετές καροποίητες οδούς, οι οποίες κατά την θερινή περίοδο προσφέρονταν για την κίνηση αυτοκινήτων αραμπάδων και του πεδινού πυροβολικού. Είχε το μέγιστο πλεονέκτημα ότι καθ’ όλο το μήκος του μπορούσε να υποστηριχθεί υπό της προς Άγκυρα σιδηροδρομικής γραμμής. Η διεξαγωγή της επιχείρησης επί του άξονος τούτου, επέβαλε τη βιαία διάβαση του ανατολικού κλάδου του Σαγγάριου και στη συνέχεια ενέργεια για τη διάσπαση της αμέσως ανατολικά του Σαγγάριου εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Ευοδουμένων και των δύο ενεργειών, ο άξονας οδηγούσε ταχέως στην Άγκυρα. Ο Τουρκικός Στρατός, σε περίπτωση απώλειας της αμυντικής τοποθεσίας ανατολικά του Σαγγάριου, θα μπορούσε εύκολα να διαφύγει προς την Άγκυρα χρησιμοποιώντας και πάλι τη σιδηροδρομική γραμμή για να μεταφέρει το βαρύ υλικό του. Η ενέργεια επί του άξονος τούτου, συνδυαζόμενη με επιχείρηση εγγύς υπερκέρασης από την κατεύθυνση της κοιλάδας του ποταμού Εγκυρέ Σου, μπορούσε να οδηγήσει σε κύκλωση ή αποκοπή μέρους των εχθρικών δυνάμεων.

Άξονας Γ’

Αναπτύσσεται με κατεύθυνση βορειοανατολική στην εδαφική ζώνη της Αλμυράς ερήμου, νότια του ποταμού Σαγγάριου. Το έδαφος της περιοχής είναι αναπεπταμένο, άδενδρο και άγονο. Διαθέτει δίκτυο καροποίητων οδών που κατά την θερινή περίοδο επιτρέπουν την κίνηση αυτοκινήτων αραμπάδων και του πεδινού πυροβολικού. Οι συγκοινωνίες του άξονα εκ της περιοχής του Εσκή Σεχήρ επιμηκύνονται υπερβολικά και δεν υποστηρίζονται υπό της σιδηροδρομικής γραμμής. Η δια του άξονα αυτού ενέργεια, απέφευγε τη βιαία διάβαση του ανατολικού κλάδου του Σαγγάριου επί της ανατολικής όχθης του οποίου θα διεξήγαγε ο αντίπαλος την άμυνά του για να προστατεύσει την Άγκυρα. Σχετικά με τον υπόψη άξονα, η αναφορά του Συνταγματάρχη Τζεβδέτ Κερήμ του Τουρκικού Στρατού είναι ενδιαφέρουσα: «Τρίτον τέλος η νοτίως του Σαγγάριου και δια Τζιχάν – Μπεϊλί προέλασις κατά του αριστερού μας. Η κατεύθυνσις αυτή εμάκρυνε τας συγκοινωνίας, εδυσχέρανε τον κανονικόν ανεφοδιασμόν και ενεσφήνωνε τον Ελληνικόν στρατόν εις έδαφος ξηρόν και άγονον. Το μόνον πλεονέκτημα ήτο ότι θα διήρχετο τον Σαγγάριον έξω των πυρών μας και θα ελάμβανε θέσιν πρόσφορον δια την κύκλωσίν μας. Είς αντίρροπον όμως διέτρεχε τον κίνδυνον να λάβωμεν εγκαίρως τα μέτρα μας, χάρις εις πλήρες δίκτυον αναγνωρίσεως και συνδέσμων και να τον ερρίψωμεν εις την έρημον όπου θα συνετρίβετο.»

Τρόποι Ενεργείας

Οι παραπάνω περιγραφέντες άξονες επιχειρήσεων προσδιόριζαν και τους τρεις δυνατούς τρόπους ενεργείας δια των οποίων η Στρατιά θα μπορούσε να επιχειρήσει προς την Άγκυρα. Οι 1ος και 2ος Τ.Ε., σε διάφορες παραλλαγές, αναφέρονται από τους στρατιωτικούς συγγραφείς που έγραψαν για την προς Άγκυρα εκστρατεία. Κρίσιμο και μείζονος σημασίας χαρακτηριστικό των δύο πρώτων Τρόπων Ενεργείας, ήταν ότι μπορούσαν να υποστηριχθούν επαρκώς από πλευράς μεταφορών από τη σιδηροδρομική γραμμή, η πρόοδος της επισκευής της οποίας θα μετακινούσε σταδιακά τα σιδηροδρομικά τέρματα εφοδιασμού ανατολικότερα, πράγμα που θα μείωνε καθημερινά τις αποστάσεις που θα έπρεπε να διανύουν τα τροχαία μέσα μεταφοράς από τα σιδηροδρομικά τέρματα μέχρι το Σαγγάριο, με τελικό αποτέλεσμα τη διαρκή βελτίωση του ρεύματος εφοδιασμού της Στρατιάς σε μέσα μάχης και συντηρήσεως. Επιπλέον η υιοθέτηση οποιουδήποτε εκ των δύο πρώτων τρόπων ενεργείας εγγυάτο την καλύτερη προστασία των γραμμών συγκοινωνιών και των εκτελούμενων μεταφορών από διάφορες εχθρικές προσβολές, καθώς και την ασφαλή αποχώρηση της Στρατιάς από τη περιοχή ανατολικά του Σαγγάριου σε περίπτωση αποτυχίας ή ατυχήματος.

1ος Τρόπος Ενεργείας

Η Στρατιά θα προήλαυνε επί των αξόνων Α’ και Β’, θα αποκαθιστούσε δια μέρους της δυνάμεως της την επαφή με το αντίπαλο στράτευμα από τη συμβολή των ποταμών Σαγγάριου και Εγκυρέ Σου μέχρι Καβουντζί Κιοπρού, τηρώντας τον όγκο των δυνάμεών της σε δεύτερο κλιμάκιο και στη συνέχεια θα εκτελούσε αιφνιδιαστικά κυρία επίθεση επί του άξονα Β’ για τη βιαία διάβαση του Σαγγάριου και διάσπαση της ανατολικά του ποταμού εχθρικής τοποθεσίας, με ταυτόχρονη εγγύς υπερκερωτική ενέργεια στην κατεύθυνση της κοιλάδας του ποταμού Εγκυρέ Σου (άξονας Α’).

1ος Τρόπος Ενεργείας

2ος Τρόπος Ενεργείας

Αρχικά όπως ο 1ος Τ.Ε. και στη συνέχεια εκτόξευση αιφνιδιαστικής κυρίας επίθεσης επί του άξονα Α’ για τη βιαία διάβαση του Σαγγάριου και διάσπαση της ανατολικά του ποταμού εχθρικής τοποθεσίας, συνδυαζόμενη με δευτερεύουσα επίθεση προς Πολατλί (άξονας Β’) προς αγκίστρωση προς την περιοχή αυτή σημαντικών εχθρικών δυνάμεων.

3ος Τρόπος Ενεργείας

Προέλαση του όγκου των δυνάμεων της Στρατιάς επί του άξονος Γ’, λήψη επαφής με το αριστερό του αντιπάλου στην περιοχή Γιλδίζ – Ταμπούρ Ογλού, κυρία επίθεση προς Γιαπάν Χαμάν συνδυαζόμενη με δευτερεύουσα επίθεση επί του άξονος Β’.

Εκ των ανωτέρω τρόπων ενεργείας, οι Σπυρίδωνος και Μπουλαλάς προκρίνουν τον πρώτο και επιχειρηματολογούν διεξοδικά υπέρ αυτού.

Υιοθετηθείς Τρόπος Ενεργείας

Για να αποφύγουν την αδύνατη -όπως πίστευαν ή όπως ισχυρίστηκαν στη συνέχεια- βιαία διάβαση του ανατολικού κλάδου του ποταμού Σαγγάριου και την επίθεση για την διάσπαση της αμέσως ανατολικά του ποταμού ισχυρά οχυρωμένης Τουρκικής αμυντικής τοποθεσίας, σχεδίασαν και εκτέλεσαν ένα ακραία παρακινδυνευμένο ελιγμό (ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Υποστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης τον χαρακτηρίζει «αλλόφρονα, κοπιώδη, παρακινδυνευμένην και τυχοδιωκτικήν πορείαν») με βάση τον οποίο η Στρατιά θα προήλαυνε και με τα 3 Σώματα Στρατού συμπαρατεταγμένα μέχρι το ύψος του Σιβρί Χισάρ, στη συνέχεια θα στρεφόταν δεξιά και θα διεκπεραίωνε νότια του Σαγγάριου τον κύριο όγκο των δυνάμεών της, ακολούθως θα προήλαυνε μέσω της Αλμυράς ερήμου ανατολικά, θα λάμβανε την επαφή με το αριστερό της αντιπάλου Στρατιάς στην περιοχή βόρεια του ποταμού Γκεούκ και αμέσως θα εκτόξευε κυρία επίθεση προς βορρά για να διασπάσει το αριστερό της εχθρικής τοποθεσίας στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού και να υπερκεράσει ευρέως το αριστερό της Τουρκικής Στρατιάς προς την περιοχή του Καλέ Γκρότο. Η κυρία ως άνω περιγραφείσα ενέργεια θα συνδυαζόταν με δευτερεύουσα επίθεση στην περιοχή του Πολατλί προκειμένου να αγκιστρώσει εκεί όσο το δυνατό περισσότερες εχθρικές δυνάμεις.

Ο ελιγμός δια της Αλμυράς Ερήμου

Ο παραπάνω ελιγμός, εξεταζόμενος από κάθε άποψη ήταν καταδικασμένος να αποτύχει, αφ’ ενός διότι ήταν απολύτως βέβαιο ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιώντας της Μεραρχίες Ιππικού τους, τα διατιθέμενα από αυτούς 2 αναγνωριστικά αεροσκάφη και το δίκτυο συνδέσμων και παρατηρητών -που λογικά θα είχαν αναπτύξει δια των κατοίκων της περιοχής- πολύ σύντομα θα αντιλαμβάνονταν την κατεύθυνση και εύρος του ελιγμού, καθώς και το μέγεθος της δυνάμεως που θα είχε αναπτυχθεί νότια του Σαγγάριου και θα αντιδρούσαν με ανάλογη μεταφορά δυνάμεων προς το αριστερό τους, με αποτέλεσμα η Ελληνική επίθεση να εξελιχθεί σε καθαρά μετωπική και αφ’ ετέρου επειδή ήταν αδύνατο να υποστηριχθεί από πλευράς μεταφορών εξ αιτίας της επιμήκυνσης των γραμμών συγκοινωνιών πέρα κάθε λογικού ορίου («δια Τσιφτελέρ – Ινλάρ άνω των 300 χιλιομέτρων») και της διέλευσης αυτών δια της Αλμυράς Ερήμου όπου θα κυριαρχούσε το Τουρκικό Ιππικό.

Ο ελιγμός που επιλέχθηκε τοποθετούσε τον άξονα συγκοινωνιών της Στρατιάς 50 χιλιόμετρα και πλέον νότια της σιδηροδρομικής γραμμής, με αποτέλεσμα οι μεταφορές της Στρατιάς να μην μπορούν να υποστηριχθούν από αυτήν, ή να υποστηρίζονται μερικώς. Κατόπιν τούτου ο ανεφοδιασμός της Στρατιάς σε μέσα μάχης και συντηρήσεως αναγκαστικά θα στηριζόταν στις δια αυτοκινήτων οδικές μεταφορές, οι οποίες όμως δεν θα εξυπηρετούνταν από κάποια οδό ικανοποιητικής βατότητας, αλλά από ένα πρωτόγονο δίκτυο καροποίητων οδών που είχαν χαραχθεί επί χιλιάδες χρόνια από αραμπάδες και μεταφορικά ζώα.

Ένα ακόμη πολύ σοβαρό μειονέκτημα του αναφερόμενου ελιγμού ήταν ότι μετά τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου και την κίνηση της Στρατιάς προς βορρά για τη λήψη επαφής με τον αντίπαλο, αλλά και κατά τη διάρκεια των κύριων επιχειρήσεων, οι γραμμές συγκοινωνιών της Στρατιάς θα βρίσκονταν στο αριστερό της. Και αυτό ήταν κάτι μοναδικό στη στρατιωτική ιστορία. Ήταν τελείως ανόητο και μόνο διοικητές που δεν έχουν συνείδηση κινδύνου αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα. Αργότερα, και όταν οι επιχειρήσεις άρχισαν να παίρνουν δραματικό χαρακτήρα, η Στρατιά θα βρίσκεται σε μία διαρκή αγωνία ενός ενδεχόμενου ατυχήματος στο αριστερό της (περιοχή Πολατλί), που θα είχε σαν συνέπεια την αποκοπή της από τις συγκοινωνίες της και την απώθησή της στην έρημο και την καταστροφή.

Μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστος ο εμπνευστής αυτού του ελιγμού. Ίσως επειδή η εκστρατεία προς την Άγκυρα απέτυχε, κανένας δεν θέλησε να αναλάβει τη πατρότητά του (οι πατέρες της νίκης είναι πολλοί, της ήττας ουδείς). Οι Πάλλης, Σαρρηγιάννης και Σπυρίδωνος ουδέν έγραψαν και ουδέν ανέφεραν για τον εμπνευστή του ελιγμού. Έκθεση της Στρατιάς σχετική με τους λόγους επιλογής αυτού του ελιγμού δεν υπάρχει. Ο Μπουλαλάς γράφει ότι «Πατήρ του σχεδίου τούτου αναμφιβόλως ήτο ο ερασιτέχνης Ξ. Στρατηγός, εκλεκτόν μέλος του ενδόξου Γενικού Επιτελείου των Βαλκανικών πολέμων. Δι’ αυτό, δυστυχώς, είχεν απέραντον κύρος με το οποίον εγοήτευε τους ατυχείς πολιτικούς, οι οποίοι τους παλαιούς Επιτελείς ενόμιζον στρατηγικάς αυθεντίας.». Και αυτό πρέπει να είναι αληθές. Ο Υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός είναι ο μόνος που υποστήριξε γραπτώς αυτό το σχέδιο. Και ο Παπούλας εξ ανάγκης, αφού το υπέγραψε. Όλοι ανεξαιρέτως οι στρατιωτικοί που έγραψαν για την Μικρασιατική εκστρατεία, είτε αποδομούν το σχέδιο, είτε καταφέρονται δριμύτατα εναντίον του. Δυστυχώς για την Ελλάδα και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η σημαντικότερη εκστρατεία που ανέλαβε ποτέ το Ελληνικό Έθνος εκτελέστηκε υπό την ηγεσία ενός Αρχιστράτηγου που δεν την θέλησε και ψυχικά στάθηκε απέναντι κατά τη διεξαγωγή της, και εκτελέστηκε με ένα σχέδιο που δεν αποτέλεσε προϊόν της υπεύθυνης ηγεσίας και του Επιτελείου της Μικρασιατικής Στρατιάς, αλλά ενός αξιωματικού της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων που είχε εγκατασταθεί στο Στρατηγείο της Στρατιάς, με εντολή ασφαλώς της κυβέρνησης, χωρίς όμως κάποια υπεύθυνη ιδιότητα. Η ΔΙΣ αναφέρει ότι ο Ξ. Στρατηγός αποτελούσε στρατιωτικό σύμβουλο της κυβέρνησης και σύνδεσμο αυτής με τη Στρατιά. Αλλά αυτοί οι ρόλοι είναι σοβαρά καθήκοντα που έχουν ευθύνη και αναθέτονται με κυβερνητικά έγγραφα, που δεν υπήρξαν, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Ξ. Στρατηγός στη δίκη του. Εγώ θα έλεγα ότι ο Ξ. Στρατηγός ήταν κάτι περισσότερο. Ίσως ο άτυπος κηδεμόνας του Αρχιστράτηγου και του Επιτελείου του.

Ο Παπούλας αναφέρει σχετικά με το ζήτημα της εκλογής του σχεδίου της επιθετικής ενέργειας, ότι δύο ήταν οι δυνατές κατευθύνσεις ενεργείας. Η πρώτη ήταν αυτή που οδηγούσε τις Ελληνικές δυνάμεις κατ’ ευθείαν στον ανατολικό κλάδο του Σαγγάριου, η δε δεύτερη έφερε τη Στρατιά νότια του Σαγγάριου και στη συνέχεια, μετά τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου, της επέτρεπε να αναπτύξει τις Ελληνικές Μεραρχίες προ του εχθρικού μετώπου. Η πρώτη είχε μεν το πλεονέκτημα ότι αποφεύγονταν οι μακρές πορείες και η εξ αυτών καταπόνηση των ανδρών, αλλά «θα έρριπτε τον Ελληνικόν Στρατόν εις τρομεράν πάλην απ’ αυτών των οχθών του Σαγγάριου, λόγω της αμέσου μετά τον ποταμόν υψούμενης και περιχαρακωμένης βραχώδους βουνοσειράς του Γιλδίζ Νταγ». Η δεύτερη κατεύθυνση, αν και θα ανάγκαζε τις Μεραρχίες «να διαβώσι δι’ απεράντων ερήμων και άνυδρων εκτάσεων, θα επέτρεπεν εν τούτοις εις αυτάς να κινούνται ελευθέρως και να αναπτύσσονται αναλόγως προ του εχθρού …». Με βάση αυτά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δύο κατευθύνσεων ενεργείας, θεωρεί ότι προτιμητέα ήταν η δεύτερη. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι δύο ήταν τα ζητήματα που τέθηκαν προς διερεύνηση: Η επάρκεια των μεταγωγικών μέσων και η αντοχή του στρατού να ανταπεξέλθει στις κοπιώδεις πορείες κατά τον μήνα Αύγουστο δια ερημικών και άνυδρων εκτάσεων. Και για μεν το δεύτερο ζήτημα μετά τις καταβληθείσες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του, το Στρατηγείο εκ πρώτης όψεως δεν ανησυχούσε. Για το δεύτερο ζήτημα «εξεδηλώθη ομόφωνος η γνώμη των αρμοδίων ότι τα εμπόδια ταύτα θα εξεμηδενίζοντο από τον πλήρη ζωτικότητος εκείνον στρατόν». Αυτό που τελικά μένει από αυτή την πλαδαρή και παιδαριώδη ανάλυση του Παπούλα, είναι ότι οι αποφάσεις στο Στρατηγείο της Στρατιάς λαμβάνονταν κατά… δημοκρατικό τρόπο. Στο συγκεκριμένο όμως ζήτημα υπήρξε ομοφωνία και επομένως κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Παπούλα ότι έριξε τη Στρατιά στην Αλμυρά Έρημο και εκτός της μόνης γραμμής συγκοινωνιών που θα μπορούσε να την ανεφοδιάζει με τα αναγκαία μέσα μάχης και συντηρήσεως. (Σ.σ. Όταν όμως στο στρατηγείο της Στρατιάς δεν υπήρχε ομοφωνία, λαμβανόταν μια απόφαση στην οποία «αποκρυσταλλούνταν αι ανταλλαγείσαι κατά τις συσκέψεις γνώμαι». Και πάλι ο Παπούλας ήταν «αθώος του αίματος»).

Το όρος Γιλδίζ από την γέφυρα Καβουντζί επί του Σαγγάριου (Πηγή: Panoramio, χρήστης Mustafa K)

Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι ο Αρχιστράτηγος Παπούλας μολονότι πείστηκε -από την εισήγηση του Αντισυνταγματάρχη Σπυρίδωνος- ότι η επιχείρηση προς την Άγκυρα ήταν «ακροσφαλής και επικίνδυνος», επειδή τα διατιθέμενα από τη Στρατιά μεταφορικά μέσα δεν μπορούσαν να την υποστηρίξουν πέραν της γραμμής Μπεϊλίκ Κιοπρού – Καβάκ, αποφάσισε -ή έβαλε την υπογραφή του σε ένα σχέδιο που του προσκόμισαν- να επιχειρήσει προς την Άγκυρα από μια κατεύθυνση που θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών, τη μη υποστήριξη των μεταφορών της επιχείρησης από τη σιδηροδρομική γραμμή και την αδυναμία των οργανικών μέσων μεταφορών της Στρατιάς να υποστηρίξουν την εκστρατεία.

Βασίλειος Λουμιώτης, Ταξίαρχος (ΤΘ) ε.α.*

**Ευχαριστώ τον Κ/Δ Κ.Β. που έθεσε το έγγραφο αυτό υπ΄όψιν μου.

Βιβλιογραφία

  • Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Μέρος 1ο: 10 Ιουλίου-21 Αυγούστου, ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1965
  • Ανεφοδιασμοί και Μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν (1919–1922), ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1969
  • Η Ελλάς εν τη Μικρά Ασία, Στρατηγός Ξενοφών, έκδ. 1925
  • Πόλεμος και Ελευθερία, Η Μικρασιατική Εκστρατεία Όπως την Είδα, Σπυρίδωνος Γ., Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2011
  • Η Αγωνία ενός Έθνους, Πασσάς Ι., Τυπογρ. Καρανάση, Αθήνα, 1925
  • Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, Μπουλαλάς Κλ., 1959
  • Δορύλαιον – Σαγγάριος, 1921, Βασιλόπαις Ανδρέας, Εκδ. Αγών, Παρίσι, 1928
  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, συλλογικό, Αθήνα, 1929
  • Η εσωτερική άποψις της Μικρασιατικής Καταστροφής, Δούσμανης Β., Εκδ. Πυρσός, Αθήναι, 1928