Η Στρατιωτική Ιστορία

Ο Οθωμανικός στρατός 1826-1878

Κατά την εξέταση-ανάλυση ενός στρατεύματος σε πόλεμο, είναι μεθοδολογικό λάθος η απ΄ ευθείας περιγραφή και ανάλυση των τεκταινόμενων στις επιχειρήσεις, χωρίς να αναφερθεί πρωτύτερα η εξελικτική του πορεία. Οι αιτίες για την πολεμική επίδοση ενός στρατεύματος βρίσκονται στις εξελικτικές του ρίζες, που σε σημαντικό βαθμό καθορίζονται από το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο και συχνά πάνε αρκετά πίσω χρονικά. Τόσο ο ελληνικός όσο και ο τουρκικός στρατός, έχουν σημαντικές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές στην εξέλιξή τους, μέχρι την τελική τους σύγκρουση στα πεδία της Μ. Ασίας. Ακριβώς αυτές οι εξελικτικές διαφορές, καθόρισαν κυρίως τις επιδόσεις τους στην μάχη. Ξεκινώντας εδώ την εξιστόρηση που θα καταλήξει τελικά στην εξέταση του τουρκικού στρατού στη Μ. Εκστρατεία (Μ.Ε.), θα πρέπει να γίνει μια αρχική επισήμανση που αφορά στην ονομασία του. Παρά την περιγραφή του ως “κεμαλικού” ή “τουρκικού” ή και “εθνικιστικού” ακόμα (οι τούρκοι τον ονομάζουν εθνικό ή τουρκικό), ο στρατός που πολέμησε τους Έλληνες ήταν κατά βάση ο Οθωμανικός στρατός της εποχής. Ηγεσία, στελέχη, δόγματα, οπλισμός και η κοινωνία που τον στήριζε, ήταν οθωμανικά, όπως φυσικά εξελίχθησαν στον 19αι. και μετά. Στην εξιστόρηση της Εκστρατείας πάντως θα ονομάζουμε το στρατό αυτό με το επικρατέστερο σήμερα όρο, ως τουρκικό.

1826-1878. Η δημιουργία του οθωμανικού τακτικού στρατού και η ανάδυση του Σώματος των Οθωμανών αξιωματικών.

Ιστορική Αναδρομή

Η επέκταση των Οθωμανών.
Κατά την εποχή της παρακμής τους, κατά τους 2 τελευταίους αιώνες, η διατήρηση –λόγω του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού –του πυρήνα των εδαφών τους, τους έδωσε τον χρόνο να αναδιοργανωθούν για την επιβίωσή τους.

Τα έντονα σημάδια παρακμής της αυτοκρατορίας που ονομάστηκε “ο Μεγάλος Ασθενής”, εκδηλώθηκαν έντονα από τα τέλη του 17ου αιώνα. Ο έλεγχος από την κεντρική εξουσία χαλάρωσε, το διοικητικό σύστημα στις επαρχίες αποδιαρθρώθηκε και ισχυροί τοπικοί ηγεμόνες (αγιάνηδες, ντερεμπέηδες κλπ) αλλά και οι γενίτσαροι, εξελίσσονταν σε ημιανεξάρτητες πολιτικές οντότητες και απειλή για το καθεστώς.

Η οθωμανική κοινωνία και το κράτος, παρέμειναν σε μεσαιωνικές οικονομικές αντιλήψεις και δεν κατανοούσαν τις εξελίξεις που συνέβαιναν στην Δύση. Τοπικοί ηγεμόνες, συγκροτούσαν ιδιωτικούς στρατούς απομυζώντας τους εθνικούς πόρους.

Ο στρατός και μάλιστα ο πυρήνας του, οι γενίτσαροι και οι σιπαχήδες, ομοίως παρήκμασαν. Το εκλεκτό Σώμα των Γενιτσάρων σταδιακά εκφυλίστηκε και από επίλεκτο στρατιωτικό σώμα μετετράπη σε ισχυρή κοινωνική ομάδα, με έμφαση όχι στον πόλεμο αλλά στην οικονομική και πολιτική διαπλοκή. Παρομοίως, το κάποτε πολυάριθμο σώμα των ιππέων σιπαχήδων, ο όγκος του οθωμανικού στρατού στην ακμή του, μειώθηκε δραστικά καθώς τα κτήματα τα οποία έδιναν τις προσόδους σε κάθε ιππέα τα σφετερίστηκαν τοπικοί γαιοκτήμονες και ο κεντρικός έλεγχος από την Υψηλή Πύλη χαλάρωσε. Έτσι, από τον 18ο αιώνα ο Οθωμανικός στρατός αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ασύνδετους μεταξύ τους ιδιωτικούς στρατούς τοπικών αρχόντων και σώματα εθελοντών και μισθοφόρων, πολύ κατώτερα των σύγχρονων τους τακτικών στρατευμάτων.

Οθωμανικό τοπομαχικό πυροβόλο της περιόδου του Σελίμ Γ΄, περί το 1790. Έβαλελίθινες μπάλλες με ταχυβολία… 15 βολές την μέρα λόγω υπερθέρμανσης της κάνης.

Η στρατιωτική παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον 18ο αιώνα ήταν εμφανέστατη ακόμη και στους ίδιους τους Σουλτάνους. Οι ήττες από την αυξανόμενη ισχύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έθεταν πια σε άμεσο κίνδυνο την Αυτοκρατορία και από τον Βορρά και από την Ανατολή. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι αυτή η στρατιωτική παρακμή, δεν σήμαινε καθόλου ότι ο στρατός για τους Οθωμανούς είχε χάσει την εξαιρετική σημασία που πάντα είχε. Οι Οθωμανοί ουδέποτε αμφισβήτησαν την προτεραιότητα της στρατιωτικής ισχύος, αυτή παρήκμασε μόνο ως συνέπεια της αναχρονιστικής πλέον κοινωνικής τους οργάνωσής και η αναβάθμιση αυτής της ισχύος πάντοτε τους απασχολούσε.

Οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για ένα ριζικό εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων των Οθωμανών έγιναν από τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ στο τέλος αυτού του αιώνα (18ος) με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με το όνομα Nizam-i Cedid (προφ. νιζάμ-ι τσεντιντ – Νέα Οργάνωση) και με σκοπό να οργανώσει τακτικό στρατό ευρωπαϊκού τύπου. Η απόπειρα απέτυχε λόγω της εξέγερσής των Γενιτσάρων που ένιωσαν να απειλείται η εξέχουσα θέση που είχαν στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας.

Απεικόνιση γενίτσαρου πολεμιστή, το1810. Από πλευράς πολεμικής τακτικής, το Γενιτσαρικό Σώμα, παρά τηνεισαγωγή  μουσκέτων, παρέμεινεπροσκολλημένο σε απηρχαιωμένες μεθόδους μάχεσθαι, αγνοώνταςτην ξιφολόγχη και τις πειθαρχημένες τακτικές διατάξεις των Ευρωπαίων και προτιμώντας τις μαζικές εφόδους,προτάσσοντας την ατομική ανδρεία με τη σπάθη.

Προσπάθειες όπως του Σελίμ δεν είχαν επιτυχία γιατί δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστικές σε ένα καλά ριζωμένο κοινωνικά, στρατιωτικό οργανισμό που είχε πια ξεπεραστεί τελείως ως προς την αποτελεσματικότητα του. Το παρηκμασμένο Σώμα των Γενιτσάρων δημιουργούσε συνεχώς ταραχές για περισσότερα προνόμια, ενώ οι τοπικοί άρχοντες ενεργούσαν ως ημιανεξάρτητοι ηγεμόνες, οργανώνοντας ιδιωτικούς στρατούς. (π.χ. Αλή Πασάς, Μεχμέτ Αλή). Το πρόβλημα ήταν κυρίως πολιτικό, με την ευρεία έννοια, και δεν γινόταν να λυθεί χωρίς κατ΄ αρχάς να αποκατασταθεί – δια της βίας – η απολεσθείσα ισχύς της κεντρικής εξουσίας.

Την εσωτερική σύγκρουση που απαιτείτο για να ενωθεί το κατακερματισμένο δυναμικό των Οθωμανών σε ένα πιο συγκεντρωτικό και οργανωμένο κράτος, ως προϋπόθεση για την συγκρότηση σύγχρονου στρατού, ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο διάδοχος του Σελίμ Γ΄. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ (1808–1839), αποδείχτηκε πιο αποτελεσματικός και ένας από τους σημαντικότερους μεταρρυθμιστές Σουλτάνους. Αρχικά περιόρισε την εξουσία των ισχυρών ημιαυτόνομων αρχόντων , (εξοντώνοντας π.χ τον Αλή Πασά) και εξασφάλισε κοινωνικές συμμαχίες ώστε να στερεώσει περισσότερο την ισχύ της κεντρικής εξουσίας.

Όμως η Ελληνική Επανάσταση του 1821, με την αποτυχία της Υψηλής Πύλης να καθυποτάξει με τα δικά της στρατεύματά τους επαναστάτες (χρειάστηκε η “εξωτερική” βοήθεια του στρατού του Μωχάμεντ Άλη, που δεν ήταν οθωμανικός), κατέδειξε την ανάγκη για ακόμη ριζικότερες αλλαγές.

Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η βίαιη κατάργηση των Γενιτσάρων, οι οποίοι αποτελούσαν μέχρι τότε την βασικότερη δύναμη αντίδρασης, με ισχυρά ερείσματα στην κοινωνικό, οικονομικό και – κυρίως – θρησκευτικό κατεστημένο. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, με πιστά σε αυτόν στρατεύματα, εξόντωσε μέσα σε λουτρό αίματος τους γενίτσαρους κατά την εξέγερση τους το 1826, ξεκινώντας μετά την δημιουργία του σύγχρονου τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενδεικτική του σκοπού και της σημασίας της εξόντωσης των γενιτσάρων είναι η ονομασία που δόθηκε στο περιστατικό: Vaka-i Hayriye ( προφ. βακά ι χάιριγιέ– ευοίωνο γεγονός).

Η δημιουργία του τακτικού στρατού, 1826-1839

Έχοντας καταπνίξει τις αντιδράσεις, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ προχώρησε το 1827 στην έναρξη συγκρότησης του νέου τακτικού οθωμανικού στρατού. Ονομάστηκε αρχικά “Asakir-i Mansure-i Muhammediyye” (προφ. ασακίρ ι μάνσουρέ ι μουχαμέντιγιέ – “Νικηφόροι με την βοήθεια του θεού στρατιώτες του Μωάμεθ” (!)), με επικεφαλής τον serasker (προφ. σερασκέρ – αρχηγός του στρατού, σερασκέρης).

Οι πρώτες στολές του νέου τακτικού οθωμανικού στρατού που ίδρυσε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄.
Καταργήθηκαν επίσης τα παραδοσιακά τουρμπάνια και εισήχθη το φέσι.

Για την ανάπτυξη αυτού του τακτικού στρατού αλλά και γενικότερα για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν πολιτικό, δηλαδή οι απηρχαιωμένες αντιλήψεις που διαπότιζαν την Οθωμανική κοινωνία και κράτος, τα οποία ήταν φύσει δύσπιστα σε αλλαγές. Χρειάστηκαν δεκαετίες, πολλές μεταρρυθμίσεις αλλά και πολλές ήττες για να προχωρήσει επαρκώς ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός. Μετά τη ταπείνωση της Ελληνικής Επανάστασης, ακολούθησαν νέες ήττες, στον Ρωσσο-τουρκικό πόλεμο του 1828-1929 και στον πόλεμο με τον Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου το 1831. Μόνο χάρη στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα του ανταγωνισμού των Μ. Δυνάμεων, κατόρθωνε η αυτοκρατορία να διατηρήσει τα εδάφη της.

Με τις παραπάνω ήττες, η προσπάθεια οργάνωσης ενός αποτελεσματικού τακτικού στρατού εντατικοποιήθηκε. Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες ήταν να δημιουργηθεί μια συγκεντρωτική δομή που θα ήλεγχε όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς η, μεσαιωνική σχεδόν, υπάρχουσα, με τα ανεξάρτητα και διαφορετικά στρατιωτικά σώματα, έπρεπε προφανώς να καταργηθεί. Και εδώ, το πρόβλημα ήταν πολιτικό, άλλη μια μορφή της οπισθοδρόμησης που διαπερνούσε το οθωμανικό οικοδόμημα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ασύνετο ο Σουλτάνος να δώσει την οργανωτική και διοικητική εξουσία του στρατεύματος σε ένα πρόσωπο, καθώς η τακτική του “διαίρει και βασίλευε” ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της οθωμανικής διοίκησης. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια χωρίς την ύπαρξη κάποιου Γενικού Επιτελείου στο οποίο θα υπαγόταν το σύνολο των δυνάμεων.

Σε ότι αφορά στις αμιγώς στρατιωτικές εξελίξεις, μετακλήθηκαν Βρετανοί και Γάλλοι σύμβουλοι, αμφίβολης όμως ποιότητας, προκειμένου να βοηθήσουν στη στρατιωτική αναδιοργάνωση, αγοράστηκαν πιο σύγχρονα όπλα, ενώ στελέχη του καθεστώτος πήγαν στο εξωτερικό για εκπαίδευση στην στρατιωτική τέχνη.

Η ονομασία του στρατεύματος άλλαξε στον πιο δόκιμο Asakir-i Νizamiye (προφ ασακίρ-ι νιζαμιγιέ – Τακτικός Στρατός). Η δύναμη αυτού του στρατού αύξανε και η συγκρότηση έπαιρνε πλέον την βασική της μορφή που θα αποτελούσε και τον κορμό των μεταγενέστερων τουρκικών στρατευμάτων, μέχρι την εισαγωγή του τριαδικού συστήματος οργάνωσης το 1910. Παραθέτουμε την δομή του, με τις ονομασίες των τμημάτων και τους βαθμούς των διοικητών, ονοματολογία που εισήχθη από την αρχή (1828) και που παρέμεινε ίδια σε μεγάλο βαθμό και μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία.

Ο μεγαλύτερος σχηματισμός ήταν το ordu (προφ. ορντού – στρατιά) – συγκροτήθηκαν αρχικά 5 στρατιές, που λίγο πριν το 1850 έγιναν 6. Δημιουργήθηκαν επίσης οι Μεγάλες Μονάδες, η tumen (προβ. τούμεν – μεραρχία), το liva (προφ. λιβά – ταξιαρχία), με διοικητή τον mirliva (προφ. μίρλιβα – ταξίαρχος), που είχε 2 alay ( προφ. αλάι – σύνταγμα) με διοικητή τον miralay (προφ. μιραλάι – συνταγματάρχης) και βοηθό έναν αντισυνταγματάρχη kaymakam (προφ. καϊμακάμ – αντισυνταγματάρχης). Κάθε σύνταγμα είχε 3 tabur (προφ, τάμπορ – τάγμα) με διοικητή τον binbaşı (προφ. μπίνμπαση – ταγματάρχης). Τα τάγματα χωρίζονταν σε boluk (προφ. μπολούκ – λόχος) με διοικητή τον yusbashi (προφ. γιούζμπαση – λοχαγός) και βοηθούς 2 mulazim (προφ μουλαζίμ – υπολοχαγός) και έναν bascavus (προφ. μπαστσαβούς – επιλοχίας).

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε οι βαθμοφόροι όπως ο επιλοχίας, που στους δυτικούς στρατούς διαχωρίζονται ως υπαξιωματικοί, στον οθωμανικό στρατό θεωρούνταν ως κατώτεροι αξιωματικοί. Ο οθωμανικός στρατός δεν είχε οργανωμένο σώμα υπαξιωματικών και η έλλειψη αυτή θα του κόστιζε στους πολέμους όπως θα δούμε παρακάτω.

Σε ότι αφορά στο κρίσιμο θέμα της στελέχωσης του στρατεύματος με ικανούς αξιωματικούς, ακολουθήθηκαν δύο δρόμοι: Η παραγωγή μέσω κρατικών σχολών (στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω) και η αποστολή ομάδων, συγκροτούμενων από το περιβάλλον του σουλτάνου, για εκπαίδευση σε χώρες του εξωτερικού και ιδίως στην Γαλλία. Παρά την βοήθεια και της Γαλλικής Κυβέρνησης, η εκπαίδευση στο εξωτερικό απέτυχε να αποβεί παραγωγικό σύστημα στελεχών, κυρίως λόγω της ευνοιοκρατίας – ξανά πολιτική αδυναμία. Έτσι, η σταδιακή εγχώρια παραγωγή αξιωματικών μέσω κάποιων σχολών έμεινε τελικά η μόνη διαδικασία στελέχωσης του στρατεύματος.

Ο στρατώνας Maçka στην Κωνσταντινούπολη το 1836, η πρώτη έδρα της Πολεμικής Σχολής.Το τζαμί χτίστηκε προκειμένου να καθησυχάζει τους συντηρητικούς.

Το 1834 ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ιδρύει το αντίστοιχο της ημέτερης “Σχολής Ευελπίδων”, την Harbiye Mekteb-i (προφ. χαρμπιγιέ μεκτέμπ-ι – Πολεμική Σχολή).

Μέχρι τότε, εξαιρέσει κάποιων λίγων αξιωματικών του Πυροβολικού και Μηχανικού, οι Οθωμανοί αξιωματικοί δεν είχαν κάποια ακαδημαϊκού τύπου εκπαίδευση, πάρα πολλοί μάλιστα ήταν αναλφάβητοι με κύρια διαδικασία μάθησης την εμπειρία. Προέρχονταν “εκ του στρατεύματος”, από τους στρατιώτες των συνταγμάτων (“alay”), έτσι αποκαλούνταν alayili (“αλαϋλήδες”, εκ του στρατεύματος αξιωματικοί). Οι προαγωγές τους γίνονταν κυρίως βάσει γνωριμιών και φυσικά τις υψηλότερες θέσεις κατελάμβαναν οι ευνοούμενοι του Σουλτάνου που συχνά στερούνταν εμπειρίας και γνώσης.

Ως εκπαιδευτικό πρότυπο επελέγη το γαλλικό, καθώς οι Ναπολεόντιοι θρίαμβοι ήταν νωποί και οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με την Γαλλία ήταν πολύ καλές. Για την Πολεμική Σχολή (Χαρμπιγιέ Μεκτεμπί) επελέγη ως πρότυπο η σχολή του Σαίν Συρ (Saint Cyr) που παρείχε στρατιωτική εκπαίδευση και μαθήματα θετικών επιστημών. Στην Πολεμική Σχολή φοιτούσαν οι μελλοντικοί αξιωματικοί Πεζικού και Ιππικού. Πρόβλημα παρέμεινε για πολύ καιρό ο μικρός αριθμός αποφοίτων της που αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες του στρατού.Ασκήσεις υποψηφίων αξιωματικών πυροβολικού στη Σχολή Μηχανικών. Ο διασημότερος απόφοιτος της σχολήςήταν ο αξιωματικός του πυροβολικού Ισμέτ Ινονού.

Για τα λεγόμενα “τεχνικά Όπλα”, δηλαδή τους αξιωματικούς του πυροβολικού και μηχανικού, ήδη υπήρχε μια άλλη παραγωγική σχολή, η Mühendishâne-i Berrî-i Hümâyun (προφ. μουχεντίσχανέ-ι μπέρ-ι χουμαγιούν – Αυτοκρατορική Σχολή Μηχανικών, εφεξής “Σχολή Μηχανικών“) στην Κωνσταντινούπολη. Η σχολή, που ήταν πρώτη σχολή στην αυτοκρατορία (!) που δίδασκε φυσικές επιστήμες όπως τις εννοούσαν στην Δύση, είχε ιδρυθεί το 1773, είχε αναδιοργανωθεί το 1795 από τον Σελίμ Γ’, αλλά ο Μαχμούτ Β΄ την εκσυγχρόνισε.

Το τελευταίο έτος της περιόδου που εξετάζουμε (1826-1839) ήταν μια σημαντική χρονιά για τους Οθωμανούς και όχι μόνο. Νέος πόλεμος ξεσπά με τον Ηγεμόνα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή και ο στρατός του, υπό τον γνωστό μας Ιμπραήμ Πασά νικά και πάλι τα οθωμανικά στρατεύματα. Η νέα ήττα φανερώνει την ανάγκη για βαθύτερες αλλαγές ενώ οι Μ. Δυνάμεις που επενέβησαν σώζοντας το οθωμανικό κράτος, επίσης πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Τον παραπάνω πόλεμο παρακολουθεί από κοντά και ένας σημαντικός επισκέπτης. Ο γερμανός λοχαγός (τότε) φον Μόλτκε ο Πρεσβύτερος, ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης στρατιωτικής σκέψης, συμφωνεί με τον ίδιο τον Σουλτάνο το 1836 να βοηθήσει στη στρατιωτική ανασυγκρότηση. Την εποχή εκείνη ούτε η Πρωσσία, ούτε ο ίδιος ο Μόλτκε είχαν την στρατιωτική φήμη που απέκτησαν αργότερα και η επίδραση του είναι μάλλον ασήμαντη, καθώς το 1939 ο Σουλτάνος πέθανε και ο ίδιος επέστρεψε στο Βερολίνο. Αν και το ταξίδι του δε μπορεί να θεωρηθεί ως έναρξη της γερμανικής επιρροής, τα βιβλία που έγραψε αργότερα για την αυτοκρατορία βοήθησαν στην αλληλοκατανόηση και επίσης, πιθανόν να συνέβαλε ως ένα βαθμό στην μεταγενέστερη υιοθέτηση του γερμανικού στρατιωτικού προτύπου.

Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και ο Κριμαϊκός Πόλεμος, 1839-1860

Το 1839 πεθαίνει ο δημιουργός του τακτικού στρατού Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ και στον θρόνο ανέρχεται ο Abdülmecid (Αμπντούλ Μετζίτ I) σε ηλικία μόλις 15 ετών , ο οποίος θα μείνει στον θρόνο έως το 1861. Ο Αμπντούλ Μετζίτ I θα μείνει στην ιστορία ως ο Σουλτάνος του Tanzimât, (προφ. Τανζιμάτ – τακτοποίηση) δηλαδή των δύο αυτοκρατορικών διαταγμάτων (φιρμανίων) με τα οποία κοινοποιούνταν η ανάληψη ριζικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό την αναδιοργάνωση του Κράτους με νέους θεσμούς σε επίπεδο διοίκησης, στρατού, οικονομίας κλπ. Μεταξύ άλλων προβλέφθηκαν η εισαγωγή του χαρτονομίσματος, η ίδρυση ενός πρόδρομου κοινοβουλίου, η ίδρυση τραπεζών και ταχυδρομείων, η έκδοση ταυτοτήτων, η θέσπιση εθνικού ύμνου και επίσημης σημαίας, κλπ. Πάνω από όλα όμως, η βασική τομή ήταν ότι τα μέτρα αφορούσαν όλους τους υπηκόους, χωρίς τις παραδοσιακές θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις, οι οποίες όμως αποτελούσαν την σπονδυλική στήλη του οθωμανικού οικοδομήματος.

Η διαδικασία και η στόχευση ήταν πρωτοφανείς για τους Οθωμανούς και οφείλονται αφ΄ενός στην προσπάθεια να θεραπευτούν οι αγιάτρευτες πληγές του “Μεγάλου Ασθενούς” με δραστικά μέτρα δυτικού τύπου, αφ’ ετέρου στις πιέσεις των Μ. Δυνάμεων, που είχαν πλέον τον ρόλο “προστάτη” της εδαφικής ακεραιότητας της αυτοκρατορίας. Οι υπέρμαχοι αυτών των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων πίστευαν ότι δίνοντας στους καταπιεσμένους περισσότερη ελευθερία και ισότητα με τα μέτρα αυτά, εκτός από τη γενική αναδιοργάνωση της χώρας σε ευρωπαϊκά πρότυπα θα εκτόνωναν και τις εθνικές εντάσεις και εξεγέρσεις.

Μεταξύ των μέτρων που ελήφθησαν υπήρχαν και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά, πριν τις αναφέρουμε, θα πρέπει να δούμε το πώς επέδρασαν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στην οθωμανική κοινωνία, επιδράσεις με σημαντικό ρόλο αργότερα στην Μικρασιατική Εκστρατεία.

Η σπουδαιότητα λοιπόν του Τανζιμάτ για την μελέτη της Μ.Ε., έγκειται κυρίως στο ότι απετέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού, παράγοντα που έπαιξε σημαντικό ρόλο το 1919-1922.

Καθώς οι χριστιανικές κοινωνίες της αυτοκρατορίας προσπαθούσαν ενόπλως να αποσκιρτήσουν από αυτή, ακρωτηριάζοντάς την μάλιστα εδαφικά, μοιάζει φυσικό ότι οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι των οποίων τα συμφέροντα πλήττονταν καίρια, θα συγκροτούσαν σταδιακά ένα αντίστοιχο «οθωμανικό-μουσουλμανικό» πόλο συμφερόντων για να αντιδράσουν, καθώς μάλιστα η παραδοσιακή μέθοδος “προστασίας” τους από εξεγέρσεις (με επέμβαση του κρατικού στρατού), δεν απέδιδε πλέον στον 19αι. Το Τανζιμάτ επιτάχυνε αυτόν τον νέο, σπαργανώδη ακόμα, εθνικισμό που αρχικά ήταν “οθωμανικός-μουσουλμανικός”.

Με τις αυξημένες ελευθερίες που το Τανζιμάτ έδωσε για πρώτη φορά στους μη μουσουλμάνους, αύξησε τις ανησυχίες των συντηρητικών μουσουλμανικών κύκλων ότι οι χριστιανικοί εθνικισμοί, ενισχυμένοι τώρα, θα διαμέλιζαν τελικά την Αυτοκρατορία. Στα μέτρα επίσης του Τανζιμάτ που διευκόλυναν την κάθε είδους διείσδυση του Δυτικού παράγοντα – τώρα και με επίσημη άδεια – οι υπερόπτες οθωμανοί μουσουλμάνοι έβλεπαν την άλλοτε περήφανη Αυτοκρατορία τους να υποδουλώνεται και ιδεολογικά. Τέλος, πολλά από τα νέα μέτρα, συνέτειναν στην δημιουργία μιας νέας, δυναμικής και δυτικότροπα μορφωμένης πλέον, τάξης μουσουλμάνων (δημοσιογράφοι, υπάλληλοι, αξιωματικοί κλπ), δηλαδή έναν πυρήνα οθωμανικής-μουσουλμανικής “μεσαίας τάξης”, στους κόλπους της οποίας ευδοκίμησαν αργότερα τα τουρκικά εθνικιστικά κινήματα.Ο δημοσιογράφος Ναμίκ Κεμάλ, απότους ιδρυτές των «Νέων Οθωμανών»

Η πρώτη γνωστή “εθνικο-οθωμανική” οργάνωση που δημιούργησε το Τανζιμάτ στα μέσα του αιώνα, ήταν οι “Νέοι Οθωμανοί”, πρόδρομος των Νεοτούρκων. Οι “Νέοι Οθωμανοί” αποτελούνταν από διανοούμενους που άσκησαν κριτική στο Τανζιμάτ, ειδικά στην εισαγωγή δυτικών θεσμών και αξιών. Χάρη και στην ανάπτυξη του Τύπου, (επίσης μέτρο του Τανζιμάτ) η ομάδα αυτή διέδωσε ιδέες για τον περιορισμό του Σουλτάνου μέσω της θέσπισης «Συντάγματος», διατηρώντας όμως τη νομιμοφροσύνη προς την αυτοκρατορία και την πίστης στις αξίες του Ισλάμ.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Οθωμανοί αξιωματικοί΄, και κατά μείζονα λόγο η νέα ομάδα των μορφωμένων αξιωματικών Σχολής που σχημάτισε η στρατιωτική μεταρρύθμιση του 19ου αιώνα, θα αποτελούσαν σταδιακά ένα εξέχον τμήμα αυτού του αναδυόμενου εθνικισμού, λόγω θέσης, αποστολής αλλά και ιδιωτικών συμφερόντων,. Στο σημαντικό αυτό θέμα όμως θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Σε ότι αφορά στις αμιγώς στρατιωτικές εξελίξεις, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ περιελάμβαναν σημαντικά στρατιωτικά μέτρα. Από τα βασικότερα ήταν η καθιέρωση το 1845 της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, διαρκείας 5 ετών, μετά από κλήρωση. Οι στρατευμένοι συγκρατούσαν τον τακτικό στρατό (nizamiye). Όσοι δεν κληρώνονταν και όσοι τελείωναν την πενταετή θητεία τους αποτελούσαν το εφεδρικό στράτευμα, τους redif. Με την πάροδο του χρόνου τo σύστημα της εφεδρείας υπέστη αρκετές αλλαγές.

Το σημαντικότερο στοιχείο εδώ ήταν η καθιέρωση υποχρεωτικής στράτευσης όλων, χριστιανών και μουσουλμάνων. Όμως αυτή η ίση αντιμετώπιση και ομογενοποίηση μουσουλμάνων και χριστιανών σε ένα φορέα– τον στρατό – ήταν ξένη στην Οθωμανική κοινωνία. Δεν μπορούσε ούτε να την καταλάβει ούτε να την αποδεχθεί. Τελικά οι χριστιανοί δεν θα υπηρετούσαν αλλά θα πλήρωναν χρηματικό φόρο. Σε ένα κράτος που υποτίθεται προσπαθούσε τώρα να καταργήσει τις διαφορές, ο στρατός αναδεικνυόταν ως βασικό διαχωριστικό σύνορο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι, το μουσουλμανικό τμήμα σταδιακά συσπειρώθηκε γύρω από τον νέο θεσμό του τακτικού στρατού και της εφεδρείας, θεσμούς που ήταν άγνωστοι στην μέχρι τότε οθωμανική παράδοση.Το πρώτο και από τα ιστορικότερα Οθωμανικά Στρατιωτικά Λύκεια, το τεράστιο συγκρότημα του Κuleli στην Κων/πολη, περί το 1890 (αριστερά) και σήμερα (δεξιά) . Ο σημαντικότερος ιστορικά απόφοιτος ήταν ο Φεβζί Τσακμάκ, αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου πριν από τη Μάχη του Σαγγάριου το 1921 και μετά.

Δεύτερο σημαντικό μέτρο ήταν η καθιέρωση μιας νέας, δευτεροβάθμιας βαθμίδας εκπαίδευσης, των στρατιωτικών γυμνασίων και λυκείων, στα οποία εισέρχονταν παιδιά στην ηλικία των 10 ετών. Το 1845–1847 ιδρύθηκαν 5 στρατιωτικά λύκεια σε διάφορες πόλεις της Αυτοκρατορίας, αν και εδώ οι πρώτες κινήσεις είχαν ξεκινήσει από τον Μαχμούτ Β’. Ο αριθμός των σχολείων αυτών σταδιακά αυξανόταν. Επρόκειτο για σχολεία (και όχι παραγωγικές σχολές στελεχών) με σκοπό την προπαρασκευή των παιδιών που ήθελαν να φοιτήσουν στην νέα Πολεμική Σχολή (Μεκτεμπλί Χαρμπιγιέ), καθώς μέχρι τότε η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιοριζόταν στα ιεροσπουδαστήρια (μεντρεσέδες), υπό τον έλεγχο του ισλαμικού ιερατείου (ουλεμά), τα οποία δεν έδιναν την απαιτούμενη ακαδημαϊκή μόρφωση.

Επιπλέον σκοπός των νέων σχολείων ήταν να επεκταθεί στην κοινωνία το νέο, δυτικού τύπου σύστημα εκπαίδευσης που εισήγαγε ο Σουλτάνος, και το οποίο είχε μαθήματα και συστήματα μάθησης άγνωστα μέχρι τότε (τεχνικά μαθήματα, ξένες γλώσσες κλπ). Μέρος μόνο των αποφοίτων αυτών των Στρατιωτικών Γυμνασίων γίνονταν τελικά στρατιωτικοί, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν διάφορες κατευθύνσεις. Η παραδοσιακή οθωμανική μόρφωση των μεντρεσέδων όμως δεν καταργήθηκε και αυτό το διπλό εκπαιδευτικό σύστημα οδήγησε σε μια αντίστοιχη μορφωτική διαφοροποίηση των μουσουλμάνων οθωμανών.Κτήριο της Πολεμικής Σχολής που στέγαζε την «Πολεμική Σχολή Γενικού Επιτελείου», το Οθωμανικόαντίστοιχο της Σχολής Πολέμου.

Τρίτη σημαντική σχετική εξέλιξη στην δεκαετία του 1840 υπήρξε η ίδρυση της Erkân-ı Harbiye Mektebi (προφ. Ερκάν-ι Χαρμπιγιέ Μεκτεμπί – Πολεμική Σχολή του Γενικού Επιτελείου). Η σχολή αυτή ξεκίνησε αρχικά ως τμήμα της βασικής Πολεμικής Σχολής (Μεκτεμπί Χαρμπιγιέ). Δε μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι στην Ελλάδα ιδρύθηκε επιτελική σχολή 65 χρόνια αργότερα! Η ίδρυση της σχολής επιτελών το 1845 δείχνει ότι οι Σουλτάνοι είχαν από πολύ νωρίς αντιληφθεί ότι οι Ανώτερες Διοικήσεις απαιτούν ανώτερες σπουδές.

Σκοπός τoυ τμήματος Σχολής Γενικού Επιτελείου ήταν η μόρφωση επίλεκτων αξιωματικών στα επιτελικά καθήκοντα και για την οργάνωσή της ακολουθήθηκε το γαλλικό πρότυπο. Οι πρώτοι απόφοιτοι – πέντε στον αριθμό – αποφοίτησαν το 1849 αλλά ο αριθμός τους σταδιακά αύξανε. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα θα αποφοιτούσαν κάθε χρόνο ως επιτελείς από την – αναβαθμισμένη – σχολή πάνω από 30 επίλεκτοι αξιωματικοί, ενώ η τάξη του Κεμάλ το 1905 είχε 37 αποφοίτους. Αρχικά η φοίτηση ήταν διετής αλλά το πρώτο έτος ήταν αφιερωμένο κυρίως σε τεχνικά μαθήματα.

Έτσι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1840, είχε πια σχηματιστεί το βασικό σύστημα παραγωγής των νέων οθωμανών αξιωματικών, από τους οποίους αναμενόταν να αποκαταστήσουν την παλαιά στρατιωτική ισχύ της Αυτοκρατορίας, ενώ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι θα συνεισέφεραν αποφασιστικά και στην συνολική αναδιοργάνωση του Κράτους. Και αυτό γιατί η εκπαίδευση που τους προσέφερε –δωρεάν – το κράτος βασισμένη σε ευρωπαϊκά πρότυπα, ήταν πρωτοποριακή για μια κοινωνία της οποίας η εκπαίδευση ήταν σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμανική και το ιερατείο είχε καίρια θέση.

Έχει σημασία να συνοψίσουμε εδώ το παραπάνω σύστημα παραγωγής των νέων αξιωματικών. Το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η απόφαση που λήφθηκε τελικά, να μην ακολουθηθεί ένα πρότυπο δημιουργίας αξιωματικών σαν το αιγυπτιακό, με μία σύντομη σχετικά εκπαίδευση στα απαραίτητα για το βαθμό στρατιωτικά καθήκοντα. Αντίθετα, επελέγη μια μακρόχρονη εκπαιδευτική διαδικασία από μικρή ηλικία (σύμφωνα και με την Οθωμανική παράδοση), με 4 σημαντικές παραμέτρους:

α. Τη φοίτηση, από τη νεαρή ηλικία των 9-11 μόλις ετών, σε στρατιωτικά γυμνάσια (“Αskeri Rusdiyesi” – προφ. ασκέρι ρουστντίεσι) και στην συνέχεια σε στρατιωτικά λύκεια (“Αskeri Idadisi” – προφ. ασκέρι ιντάντεσι).

β. Την ως εκ τούτου μεγάλη διάρκεια (10-12 έτη περίπου) της στρατιωτικής ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, καθώς ακολουθούσε η φοίτηση σε μία από τις δύο σχολές παραγωγής αξιωματικών (μια για πεζικό-ιππικό και μια για πυροβολικό-μηχανικό) και τέλος για τους επίλεκτους η Σχολή Επιτελείου (“Σχολή Πολέμου”).

γ. Την πρωτοπορία των σχολών αυτών στη μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που επιχειρείτο, καθώς δίδασκαν – πέραν των στρατιωτικών – μαθήματα δυτικού τύπου που μέχρι τότε περιφρονούνταν από την οθωμανική άρχουσα τάξη. Αντικείμενα όπως ξένες γλώσσες (των αλλοθρήσκων!), θετικές επιστήμες, τεχνικές επιστήμες κλπ., προκαλούσαν δυσπιστία και δεν προτιμούνταν εύκολα από τους συντηρητικότερους και την ανώτερη κοινωνικά τάξη. Έτσι στις σχολές αυτές φοιτούσαν κυρίως οι λιγότεροι συντηρητικοί νέοι της κατώτερης και μέσης κοινωνικής βαθμίδας, προέλευση με μεγάλη σημασία για την ιστορική συνέχεια.

δ. Την παροχή ιδιαίτερης επιτελικής εκπαίδευσης ως ανώτερης επαγγελματικής σπουδής σε λίγους επιλεγμένους αξιωματικούς. Αυτό θα δημιουργούσε σταδιακά μια επαγγελματική ελίτ με ισχυρή πολιτική άποψη, από την οποία ακριβώς προέκυψε η ηγετική ομάδα των Τούρκων αξιωματικών που διεξήγαγαν – από την απέναντι πλευρά – τον μικρασιατικό πόλεμο.

Η παραπάνω – προωθημένη για τα οθωμανικά ήθη – εκπαιδευτική διαδικασία των αξιωματικών, προφανώς στόχευε στην δημιουργία ενός στρατιωτικού θεσμικού πλαισίου, ικανού να συνεισφέρει ευρύτερα στην μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που επιχειρείτο, προσπάθεια που σε τελική ανάλυση στόχευε ακριβώς στην στρατιωτική ισχυροποίηση της Αυτοκρατορίας.

Το σύστημα αυτό ήταν λογικό να εμφανίσει δυσλειτουργίες με κυριότερο ίσως την – μάλλον αναμενόμενη – αδυναμία να παραγάγει γρήγορα τους αριθμούς αξιωματικών που χρειαζόταν το μέγεθος του στρατού. Πέρασαν πολλές δεκαετίες για να στελεχωθεί με σχετική επάρκεια ο οθωμανικός στρατός, περί το τέλος του 19αιώνα.

Γενικότερα, η εκπαίδευση στα Σχολεία και τις Σχολές έδειχνε τις φιλοδοξίες αλλά και τα όρια της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης. Κατ’ αρχάς, η μεσαία και ανώτερη Οθωμανικές τάξη απέφευγαν την Πολεμική Σχολή καθώς δυσπιστούσαν στην δυτική – μη παραδοσιακή προσέγγιση της εκπαίδευσης. Από την άλλη, τα παρεχόμενα μαθήματα έδειχναν τις ευρύτερες μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες των ιδρυτών της. Έτσι, εκτός των στρατιωτικών μαθημάτων και των – καινοφανών άλλωστε – μαθημάτων φυσικών επιστημών και ξένων γλωσσών, υπήρχαν «πολιτικά» μαθήματα όπως: Πολεοδομία, Τέχνη, Διεθνής Πολιτική και Μηχανική Δημοσίων Έργων. Είναι φανερό ότι ο Σουλτάνος και οι Μεταρρυθμιστές στόχευαν στο να εκπαιδεύσουν τον στρατό και σαν μια δύναμη δυτικότροπου εκσυγχρονισμού, όχι φυσικά υπό την πολιτισμική έννοια αλλά με την στενή οπτική των τεχνικών επιστημών. Στην πράξη το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή διαμόρφωση ενός Σώματος Οθωμανών Αξιωματικών με συνείδηση επίλεκτης κοινωνικής τάξης όχι λόγω ευγενικής καταγωγής αλλά λόγω συστηματικής ένταξης σε ένα ιδιαίτερα αναγνωρισμένο επάγγελμα, στενά συνδεδεμένο με την ισχύ της Αυτοκρατορίας.

Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις στρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου του Τανζιμάτ, θα κάνουμε εδώ μια σχετική αποτίμηση.

Ο νέος οθωμανικός στρατός στις αρχές της δεκαετίας του 1850 είχε πια ανέλθει σε ικανοποιητικά επίπεδα ισχύος Τα τακτικά στρατεύματα (θητείας) που ονομάζονταν νιζάμ, αριθμούσαν 123.000 άνδρες περίπου, με καλό οπλισμό και εκπαίδευση, ειδικά το επίλεκτο πυροβολικό χάρη στην καλύτερη στελέχωση του. Άλλοι 357.000 άνδρες περίπου βρίσκονταν σε εφεδρικές μονάδες ρεντίφ και σε άτακτα τμήματα βαζιβουζούκων, χαμηλής εκπαίδευσης, στελέχωσης και γενικά απόδοσης.

Η κατάσταση ήταν προβληματική σε θέματα συγκρότησης. Μόνο το τάγμα είχε κανονική συγκρότηση, από εκεί και πάνω οι σχηματισμοί υφίσταντο περισσότερο στα χαρτιά. Οι ταξιαρχίες και μεραρχίες είχαν μόλις 1-2 επιτελείς και με ελλιπείς επικοινωνίες. Και αυτά το μικρά επιτελεία δεν εξασκούνταν επαρκώς, την στιγμή μάλιστα που και η εκπαίδευση στην Πολεμική Σχολή Χαρμπιγιέ δεν ήταν πρακτική στο πεδίο.

Από πλευράς ανωτάτης διοικήσεως, η πολιτική ηγεσία προσπάθησε να κρατήσει τον νέο στρατό υπό τον απόλυτο έλεγχό της. Ο Σουλτάνος, οργάνωσε το 1848 ένα Συμβούλιο Στρατιωτικών Υποθέσεων, (“dâr-ı şûrâ-yı askeri” προφ. νταρ-ι σουρά-ι ασκερί) με στοιχεία που θυμίζουν το κατοπινό τουρκικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματικοί – επιλογής του Σουλτάνου – αλλά και πολίτες γραφειοκράτες που αποφάσιζαν για όλα τα σημαντικά θέματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ ότι το Συμβούλιο έλεγχε και τις τοποθετήσεις των αξιωματικών ενώ ειδικό τμήμα του σχεδίαζε τις επιχειρήσεις και την εκπαίδευση. Επίσης ο Σουλτάνος, πιστός στη μακραίωνη οθωμανική παράδοση του “διαίρει και βασίλευε” κράτησε την Πολεμική Σχολή κάτω από τον έλεγχό του και όχι εντεταγμένη στην δομή του Τακτικού Στρατού ή υπό την ευθύνη κάποιου «υπουργού» του.

Σε ότι αφορά τη βασική δομή του τακτικού στρατού (“Asâkir-i Nizamiye-i Şâhâne” – προφ. ασακίρ-ι νιζαμιγιέ-ι σαχανέ, “τακτικοί αυτοκρατορικοί στρατιώτες”, οι γνωστοί “νιζάμ”), αυτή περιελάμβανε τώρα 6 στρατιές: την επίλεκτη Αυτοκρατορική Στρατιά (“Asâkir-i Hassa” – προφ. ασακίρ-ι χασσά) και ανά μια στην Κωνσταντινούπολη , στο Μοναστήρι, στο Ερζερούμ, στη Δαμασκό και στη Βαγδάτη. Αργότερα η Αυτοκρατορική Στρατιά ενσωματώθηκε κανονικά στο στράτευμα – παραμένοντας πάντα επίλεκτος σχηματισμός – και η αναφερόμενη ως Στρατιά της Κων/πολης έδρευε πλέον στο Σούμεν της σημερινής Βουλγαρίας.

Από τα 4 Όπλα του στρατού, το μόνο Όπλο που ίσως αποδυναμώθηκε από τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό και αντιμετώπισε τα περισσότερα προβλήματα, ήταν το Ιππικό. Από πλευράς δομής, οργανώθηκε σε συντάγματα, τα συντάγματα ανά δύο συγκροτούσαν μια ταξιαρχία και κάθε στρατιά είχε συνήθως δύο ταξιαρχίες . Όμως το Όπλο αυτό, πολυάριθμο την εποχή των επεκτατικών πολέμων, είχε συρρικνωθεί πολύ με τις νέες μεταρρυθμίσεις. Τακτικό ιππικό  ευρωπαϊκού τύπου ήταν δύσκολο να συγκροτηθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες της οθωμανικής κοινωνίας. Καθώς οι σιπαχήδες ιππείς και το τιμαριωτικό σύστημα που τους στήριζε καταργήθηκαν (οριστικά το 1841), σε συνδυασμό και με την απώλεια της Αιγύπτου (αραβικά άλογα) αποδείχτηκε δύσκολο για το οθωμανικό κράτος που  πλέον  προμήθευε τον εξοπλισμό,  να προμηθευτεί τα σχετικά μεγαλόσωμα άλογα που απαιτούσε το ιππικό επελάσεων. Περισσότερο διαθέσιμα ήταν τα μικρόσωμα άλογα της Μ. Ασίας και έτσι το νέο οθωμανικό ιππικό ήταν ένα μίγμα ελαφρού τακτικού ιππικού, άτακτου και ιππικού δραγώνων (η κλασσική ονομασία του έφιππου πεζικού). Πάντως, όπως είχε φανεί από το 1870, η εποχή των επελάσεων και της χρήσης του ιππικού ως κύριου Όπλου στην παράταξη μάχης είχε πια περάσει. Η αυξανόμενες επιδόσεις του πυρός (τυφέκια και πυροβόλα) έκαναν την επέλαση εναντίον πεζικού με καλό ηθικό, σχεδόν αυτοκτονική.

Έτσι, το νέο οθωμανικό ιππικό αποτελούνταν από τακτικές μονάδες σε ρόλους κυρίως αναγνωρίσεων, καλύψεως και διεισδύσεων αλλά όχι κρούσεως. Παράλληλα, τα παραδοσιακά άτακτα τμήματά του (βαζιβουζούκοι κλπ) χρησιμοποιούνταν και σε ρόλους επιδρομών. Και τα δύο αυτά είδη ιππικού θα αντιμετωπίσει ο ελληνικός στρατός στην ΜΕ, τα δε άτακτα σώματα θα τα ονομάζει τσέτες (çete – προφ. τσέτε – συμμορία).

Το βασικότερο πάντως πρόβλημα του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού παρέμενε ο χαμηλός ρυθμός με τον οποίο παράγονταν και απορροφούνταν οι αξιωματικοί των 2 παραγωγικών σχολών σε μάχιμες μονάδες. Μόνο από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 η βασική Πολεμική Σχολή (Χαρμπιγιέ Μεκτεμπί) που έβγαζε αξιωματικούς πεζικού και ιππικού, παρήγαγε λίγο περισσότερους από 50 αξιωματικούς κάθε χρόνο, που φυσικά δεν επαρκούσαν. Συνδυαστικά, η αριθμητική έλλειψη των μορφωμένων αξιωματικών και η ανεπαρκής εκπαίδευση επηρέαζε σοβαρά την ικανότητα επιτυχούς διοίκησης σε πόλεμο. Στις κατώτερες βαθμίδες το μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη υπαξιωματικών, οργωμένων και εκπαιδευμένων για τα αντίστοιχα καθήκοντα. Ο οθωμανικός στρατός δεν κατανοούσε τον ρόλο τους, και θεωρούσε ότι οι ανώτεροι σε βαθμό των στρατιωτών είναι απλά αξιωματικοί. Τα καθήκοντα των υπαξιωματικών ανατίθεντο σε στρατιώτες.

Οθωμανός αξιωματικός και στρατιώτες στην Κριμαία.

Όπως είναι φυσικό, οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις δοκιμάστηκαν σε μεγάλες συγκρούσεις. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος ήταν ο γνωστός στην Ελλάδα Κριμαϊκός Πόλεμος, 1853 – 1855. Ο οθωμανικός στρατός συμμετείχε στο μέτωπο του Δούναβη, στην Κριμαία (υποβοηθώντας εκεί τα αγγλο-γαλλικά στρατεύματα) και στο μέτωπο του Καυκάσου.Η γενική επίδοση των Οθωμανών ήταν αρκετά καλή στον Δούναβη όπου έδρασαν τα καλύτερα στρατεύματα και για πρώτη φορά μετά από 100 χρόνια πέτυχαν νίκες εναντίον των παραδοσιακών τους εχθρών Ρώσων, κατορθώνοντας να προστατευόσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Αυτός ήταν άλλωστε ο βασικός στόχος του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού.

Στον Καύκασο, όμως, η απόδοση ήταν υποδεέστερη, κυρίως λόγω της εκεί συμμετοχής εφεδρικών μονάδων που με δυσκολία μπορούσαν να χαρακτηριστούν τακτικός στρατός αλλά και λόγω των προβλημάτων διοικητικής μερίμνης. Τουλάχιστον, χάρη και στα φρούρια (Κάρς, κλπ) και στο τραχύ ορεινό έδαφος, αποφεύχθηκε μια γρήγορη κατάρρευση και ο πόλεμος τελείωσε πριν οι Ρώσοι φτάσουν στο Ερζερούμ.

Κατά τις μάχες αυτού του πολέμου, χρήσιμη αποδείχτηκε η παρουσία στον οθωμανικό στρατό πολλών ξένων αξιωματικών που συμμετείχαν, είτε ως πρώην στελέχη από την Πολωνία και Ουγγαρία (που κατέφυγαν στην αυτοκρατορία ως πολιτικοί πρόσφυγες) είτε ως στρατιωτικοί σύμβουλοι αλλά και διοικητές οθωμανικών τμημάτων (βρετανοί), στα πλαίσια της συμμαχίας τους. Η πολύτιμη εμπειρία των μαχών ωφέλησε φυσικά και τα μικρά στελέχη.

Ως γενικό συμπέρασμα του πολέμου, φάνηκε ότι ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός βρισκόταν σε καλό δρόμο για την δημιουργία ικανού τακτικού στρατού αλλά σαφώς υποδεέστερος από τους δυτικούς “συμμάχους” του.

Νίκη για τους Οθωμανούς μετά από 100 χρόνια! Aναπαράσταση της μάχης της Όλτένιτσα, την πρώτη νίκη εναντίον των Ρώσων το 1853. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος, έδειξε την αξία των νέων Οθωμανικών τακτικών τμημάτων, αλλά και στρατιωτικές αδυναμίες. Επίσης, αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας του Οθωμανικού Χρέους.

Με την λήξη του Κριμαϊκού πολέμου, η πολιτική ηγεσία επαναπαύτηκε στα κάπως ικανοποιητικά αποτελέσματα του και δε θέλησε να δει τα προβλήματα που διαφάνηκαν, με κυριότερα τις προβληματικές εφεδρικές μονάδες ρεντίφ, την προβληματική διοικητική μέριμνα, το πολύ μικρό ποσοστό αξιωματικών εκπαιδευμένων σε παραγωγικές σχολές και την ευνοιοκρατία στις τοποθετήσεις των ανωτέρων διοικήσεων.

Ο αριθμός των αποφοίτων σχολής σταδιακά θα αυξανόταν, αλλά η διοικητική μέριμνα θα παρέμενε πάντα μια σοβαρή αδυναμία του Οθωμανικού Κράτους, από το οποίο μονίμως έλειπαν τόσο οι αναγκαίοι πόροι όσο και η οργάνωση για αυτήν. Η γεωργική οικονομία και η απηρχαιωμένη συγκρότηση της αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες υλικές απαιτήσεις του βιομηχανικού πολέμου, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, η πλειοψηφία των υλικών και ανταλλακτικών αν πρέπει να εισάγονται.

Επιπλέον τα φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιοίκησης – ειδικά στις τοπικές κοινωνίες – δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την υποστήριξη των στρατευμάτων. Η κρατική οργάνωση έπαιζε πλέον σημαντικό ρόλο σε αυτό, καθώς τα στρατεύματα δεν μπορούσαν πια να ερημώνουν την χώρα για να τραφούν και οι πόλεμοι δεν διακόπτονταν τον χειμώνα. Αλλά η ικανοποιητική οργάνωση του κράτους για τους οθωμανούς ήταν ακόμα ζητούμενο. Γενικότερα οι Οθωμανοί δεν καταλάβαιναν ακόμα την έννοια του “έθνους υπό τα όπλα”. Μέχρι τότε ο στρατός ήταν ξεχωριστό τμήμα από την κοινωνία, ως επίλεκτο κομμάτι του κράτους-εξουσιαστή, απέναντι στην κοινωνία που παρήγαγε και τους έτρεφε – εξ ου, άλλωστε, και οι μαγειρικές ονομασίες στους βαθμούς των γενιτσάρων.

Σοβαρά προβλήματα στη βελτίωση του στρατεύματος προκαλούσε επίσης η εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Οι ενεργές μονάδες απορροφούνταν πια υπερβολικά από τα καθήκοντα επιβολής της τάξης, τις εξεγέρσεις και τη ληστεία – σε βάρος της εκπαίδευσης τους. Ανταρτικές ληστοσυμμορίες, εθνοτικές εξεγέρσεις και νομαδικές διαμάχες, από το Κουρδιστάν μέχρι την Βοσνία, απασχολούσαν συνεχώς τμήματα του στρατού, αποτέλεσμα κυρίως της κατακερματισμένης οθωμανικής κοινωνίας. Ο στρατός συγκροτούσε έκτακτα αποσπάσματα (“müfreze” – προφ. μουφρεζέ) για την καταστολή, μερικά έφταναν μάλιστα την δύναμη 4-6 ταξιαρχιών αλλά από ανεξάρτητα τάγματα. Αυτή η χρήση των ταγμάτων ανεξάρτητα από τα συντάγματά τους έβλαψε την εκπαίδευση και το σύστημα διοικήσεως και έλεγχου των σχηματισμών του οθωμανικού στρατού.Ο Αμπντούλ Μετζίτ (δεξιά, 1839-1861) ήταν ο Σουλτάνος που έφερε τις ριζικές αλλαγές του Τανζιμάτ. Αριστερά, το νέο παλάτιΝτολμάμπαχτσέ που έχτισε, πολυτελέστατο, με διακόσμηση φύλλων χρυσού. Κόστισε 5 εκ. χρυσά νομίσματα δείχνοντας μια σπάταληοικονομική πολιτική που υπονόμευσε – μεταξύ άλλων – τις προσπάθειες ισχυροποίησης του στρατού.

Τέλος, κατά την ύστερη περίοδο των Μεταρρυθμίσεων που εξετάζουμε, ένα νέο μεγάλο πρόβλημα – ξανά πολιτικής φύσης – εμφανίστηκε το οποίο επηρέασε αρνητικά τις μελλοντικές προσπάθειες στρατιωτικής ανόρθωσης. Το 1854 η Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε το πρώτο της δάνειο από ξένους δανειστές, μια διαδικασία που μέχρι τότε θεωρείτο απαράδεκτη διότι παραχωρούσε εθνική κυριαρχία. Το δάνειο θα εξυπηρετούσε τις μεγάλες στρατιωτικές ανάγκες του Κριμαϊκού Πολέμου, αλλά η πρακτική δανεισμού συνεχίστηκε με δυσμενείς όρους και συχνά απλώς για σπατάλες άσχετες με στρατιωτικούς σκοπούς. Δημιουργήθηκε έτσι ένα μεγάλο δημόσιο Οθωμανικό χρέος που επιβράδυνε πολύ τις προσπάθειες συγκρότησης ισχυρού τακτικού στρατού.

Η αυτοκρατορία διέκοψε τις αποπληρωμές των δανείων το 1875, όταν οι ετήσιες δόσεις είχαν πια φτάσει το μισό των δημοσίων εσόδων! Αλλά το 1881 αναγκάστηκε να παραχωρήσει μέρος των εισπράξεων φορολογίας και τελωνειακών εσόδων σε εκπροσώπους των δανειστών, με αντάλλαγμα το “κούρεμα” του χρέους στο μισό. Αυτό φυσικά μείωσε τα δημόσια έσοδα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης προγραμμάτων εξοπλισμού αλλά και οικονομικής ανάπτυξης.

(Για την ιστορία, ούτε και ο Κεμάλ κατόρθωσε να αποποιηθεί τις υποχρεώσεις πληρωμής των χρεών. Μετά και από άλλες δύο συμφωνίες μείωσης του οθωμανικού δημόσιου χρέους, τα τελευταία χρήματα για αυτό πληρώθηκαν από το τουρκικό κράτος το 1954, ακριβώς εκατό χρόνια μετά την λήψη του πρώτου δανείου!)

Οι συνέπειες των μεταρρυθμίσεων και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, 1861-1878.

Το 1861 πέθανε ο Σουλτάνος Αμπντουλ Μετζίτ και νέος Σουλτάνος, ο Αμπντούλ Αζίζ ανέβηκε στο θρόνο. Αν και εθεωρείτο ως αντιδραστικός στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του προκατόχου του, ο νέος Σουλτάνος ήταν σαφώς υπέρ της συνέχισης του εκσυγχρονισμού του Στρατού στα νέα πρότυπα.

Παιδιά που φοιτούν στο στρατιωτικό γυμνάσιο της Ανδριανούπολης.

Σε ό,τι αφορά τις γενικές εξελίξεις, η επέκταση του νέου εκπαιδευτικού συστήματος συνεχίστηκε. Νέα στρατιωτικά Γυμνάσια και Λύκεια ιδρύθηκαν στις μεγάλες πόλεις, για την παροχή στρατιωτικής παιδείας και τεχνικών μαθημάτων και για την προετοιμασία της εισόδου στις στρατιωτικές Σχολές. Όπως είπαμε παραπάνω, η δωρεάν φοίτηση στα νεωτερικά αυτά σχολεία δημιουργούσε δρόμους κοινωνικής ανόδου των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων (και ιδίως των λιγότερο συντηρητικών), προς την επίζηλη θέση του Οθωμανού Αξιωματικού, αλλά και προς άλλες ανώτερες πολιτικές σχολές που σταδιακά δημιουργούνταν, πάνω στα δυτικά πρότυπα.

Με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (Χάτι Χουμαγιούν) το 1856, επιταχύνθηκε η ανάπτυξη πολιτικών ανώτερων σχολών, όπως η Σουλτανική Σχολή Galatasaray και η Σχολή Πολιτικών Επιστημών (Μεκτέμπ-ι Μουλκιγιέ). Έτσι μειώθηκε η ενασχόληση των μορφωμένων αξιωματικών με καθήκοντα ξένα στην αποστολή τους, όχι όμως τελείως. Η εδραιωμένη φήμη τους δημιούργησε μία παράδοση ζήτησης σε κυβερνητικές θέσεις κάτι που με την σειρά του επηρέασε την μόρφωση που παρείχετο στις στρατιωτικές σχολές. Πολλά μαθήματα των στρατιωτικών σχολών ήταν σχετικά με τον πολιτικό τομέα, μια αντίφαση καθώς από την μια ο βασικός σκοπός των μεταρρυθμίσεων ήταν η παραγωγή στρατού για να φέρει νίκες, από την άλλη θεωρήθηκε χρήσιμο να συνεισφέρει στην συνολική προσπάθεια εκσυγχρονισμού του κράτους δυσχεραίνοντας έτσι τον βασικό σκοπό.

Πάντως αργά αλλά σταθερά δημιουργείτο ένα σώμα αξιωματικών προερχόμενο κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, το οποίο ετύγχανε ιδιαίτερης προσοχής και μόρφωσης από το Κράτος με αντάλλαγμα την αφοσίωση στον Στρατό και την αυτοθυσία του. Συνεχίστηκε και, υπό την επίδραση των συχνών πολέμων που σφυρηλατούν πνεύμα ομάδας, επιτάθηκε η μετατροπή των “μεκτεμπλήδων” (αξιωματικών προερχομένων από τις παραγωγικές σχολές) σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, με πίστη όχι προς ισχυρές οικογένειες, προς φατρίες και τον Σουλτάνο, αλλά προς το Κράτος που τους ανέδειξε, υπό την νέα, εξελισσόμενη φυσικά μορφή του.

Σε ότι αφορά στις αμιγώς στρατιωτικές εξελίξεις, στην δομή του στρατού προστέθηκε μια ακόμα στρατιά, η 7η, που έδρευε στην Υεμένη, αλλά αυτή συγκροτήθηκε κυρίως με εφεδρικές μονάδες ρεντίφ, που ήταν μικρότερης συγκριτικά αξίας από τις ενεργές.

Οι δύο παραγωγικές στρατιωτικές σχολές (η Πολεμική Σχολή και η Σχολή Μηχανικών) συνέχισαν την παραγωγή στελεχών σε αυξανόμενους αριθμούς αλλά με τα δύο βασικά προβλήματα που ήδη έχουμε αναφέρει: την έμφαση σε τεχνικά και θεωρητικά θέματα, χρήσιμα για κατασκευή δημοσίων έργων και επάνδρωση διοικητικών θέσεων αλλά άχρηστων για τη διεξαγωγή μαχών και επίσης τον ανεπαρκή – για τις ανάγκες του στρατού – αριθμό των αποφοίτων. Για παράδειγμα το 1877, από τους σχεδόν 20.000 αξιωματικούς του στρατού, μόνο οι 1.600 (ποσοστό 12%!) ήταν από στρατιωτική σχολή, και συνολικά 132 επιτελείς για επτά στρατιές. Το πυροβολικό, ήταν σε καλύτερη κατάσταση, έχοντας το 20% των αξιωματικών από παραγωγική σχολή (τη Σχολή Μηχανικών). Οι περισσότεροι αξιωματικοί συνέχισαν να είναι εκ του στρατεύματος – “αλαϋλήδες”. Αυτό σήμαινε ότι, αν και οι μεταρρυθμίσεις ήταν ριζικές, δεν είχαν ακόμα επηρεάσει ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος. Χρειαζόταν χρόνος για να στελεχωθεί το μεγάλο στράτευμα με το – μακρόχρονης εκπαίδευσης – νέο Σώμα των Αξιωματικών εκ των Σχολών, των αποκαλούμενων “μεκτεμπλήδων”.

Επίσης αναδιοργανώθηκε ο θεσμός των εφεδρικών στρατευμάτων, των ρεντίφ. Χρησιμοποιήθηκε τώρα η πρωσική προσέγγιση αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις και συνεχείς αλλαγές. Ούτως ή άλλως το βασικό πρόβλημα δεν ήταν το σύστημα καθεαυτό όσο η δυσκολία αποδοχής της έννοιας του “εφέδρου” από την κοινωνία. Παρά την υποχρεωτική πλέον στράτευση, η συμμετοχή απλών υπηκόων στο στράτευμα ήταν έννοια ξένη στην οθωμανική πραγματικότητα. Θυμίζουμε ότι σε αυτή, η κοινωνία ήταν κάτι διαφορετικό από το κράτος που εξουσίαζε και οι στρατιωτικοί ανήκαν στο τελευταίο. Επομένως, ο πολίτης που στρατευόταν περιστασιακά και ο πόλεμος δεν αποτελούσε την βασική του ασχολία ήταν μια δυσνόητη εξέλιξη για την παραδοσιακή ισλαμική μάζα.

Κιρκάσιος ιππέας. Χιλιάδες άτακτοι κιρκάσιοιυπηρέτησαν με τον Οθωμανικό στρατό στονεπόμενο πόλεμο, το 1877, αποκτώντας φήμηγια τις βιαιότητές τους απέναντι στουςχριστιανούς της Βαλκανικής.

Στην δεκαετία του 1860, μια μάλλον απρόσμενη ενίσχυση του οθωμανικού στρατιωτικού δυναμικού ήρθε από το “εξωτερικό”. Ο Ρωσικός στρατός, στα πλαίσια της προσπάθειας να εδραιωθεί στις δυσπρόσιτες περιοχές του Καυκάσου που αποτελούσε ένα από τα παραδοσιακά μέτωπα αντιπαράθεσης με τους Οθωμανούς, προέβη στην εξόντωση και εκδίωξη των Κιρκασίων από την περιοχή. Εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι Καυκάσιοι, που θεωρούνταν πολύ καλοί ορεσίβιοι πολεμιστές, κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία τους δέχτηκε και προσπάθησε να τους βοηθήσει. Οι Κιρκάσιοι πολεμιστές εντάχτηκαν ως βοηθητικοί άτακτοι στις οθωμανικές δυνάμεις και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των Δαρδανελίων. Για λόγους που θα εξετάσουμε στο σχετικό κεφάλαιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι Κιρκάσιοι αποτέλεσαν σημαντικό τμήμα της ένοπλης αντίστασης που θα αντιμετώπιζε ο Ελληνικός Στρατός στην πρώτη – αλλά κρίσιμη – φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Το 1877–1878 ένας νέος μεγάλος πόλεμος ξέσπασε μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας, ενισχυμένης τώρα με σερβικά, ρουμανικά και βουλγαρικά τμήματα. Η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε τις εξεγέρσεις στην Βόρειο Βαλκανική και προσπάθησε – επιτυχώς – να ανακτήσει τις απώλειες του Κριμαϊκού Πόλεμου.

Όπως σχεδόν σε κάθε Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, ο αγώνας διεξήχθη σε δύο μέτωπα, της Βαλκανικής και αυτό του Καυκάσου. Το οθωμανικό κράτος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να παραχωρήσει εδάφη και πόλεις και στις δύο περιοχές, ενώ η σοβαρότερη ελληνικού ενδιαφέροντος εξέλιξη ήταν η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους με ρωσική υποστήριξη.

Στρατηγικά ο πόλεμος κρίθηκε από τις υπέρτερες δυνάμεις που εξασφάλισε η σύμπηξη συμμαχίας της Ρωσίας με τους Βουλγάρους, Σέρβους και Ρουμάνους, ενώ αυτή την φορά – και σε αντίθεση με τον Κριμαϊκό πόλεμο – οι οθωμανοί θα πολεμούσαν μόνοι.

Επιχειρησιακά, παρά τις κάποιες τοπικές επιτυχίες, εμφανίστηκαν και πάλι οι αδυναμίες του οθωμανικού στρατού που είχαν αναδυθεί και στον Κριμαϊκό Πόλεμο: μεγάλη αριθμητική έλλειψη εκπαιδευμένων αξιωματικών και υπαξιωματικών, ευνοιοκρατική προώθηση ορισμένων σε ανώτερες διοικήσεις, προβληματική υποστήριξη Διοικητικής Μέριμνας, καθώς και μια υπερβολική έμφαση σε στενά αμυντικές αντιλήψεις, με τη υπεράσπιση φρουριακών συγκροτημάτων (Πλεύνα, Καρς κλπ) σε βάρος των δυνάμεων εκστρατείας.

Πιο αναλυτικά:

Η προβληματική και ευνοιοκρατική διαχείριση των ανωτάτων διοικήσεων αποτέλεσε και πάλι πρόβλημα (εγγενές της οθωμανικής κοινωνίας). Διοικητές που τα τμήματα τους δεν πέτυχαν, αντικαθίσταντο με προσβλητικό τρόπο χωρίς πραγματική εξέταση της ευθύνης τους, καθώς μάλιστα το Συμβούλιο Στρατιωτικών Υποθέσεων του Σουλτάνου εμπλεκόταν άμεσα από την μακρινή Κωνσταντινούπολη. Συχνά, οι απομακρυνθέντες διοικητές συχνά επαναφέρονταν στην διοίκηση, φυσικά απαξιωμένοι.

Η πολιτική ηγεσία και πάλι έδειξε πως δεν είχε καλά κατανοήσει τον τρόπο διεξαγωγής ενός σύγχρονου πολέμου. Από την άλλη πλευρά, στις αυταρχικές ηγεμονίες είναι συνηθισμένο φαινόμενο η προσωπική επέμβαση του αρχηγού του κράτους στις επιχειρήσεις, συνήθως με δυσμενείς συνέπειες.Ο Οσμάν Νουρί Πασάς, ο υπερασπιστήςτης Πλεύνας στον πόλεμο του 1877-78.
Ανήκε στους πρώτους Οθωμανούς ανώτατους
διοικητές που προήλθαν από το νέο σύστημαπαραγωγής αξιωματικών της αυτοκρατορίας,φοιτώντας σε στρατιωτικό γυμνάσιο, λύκειο, την Πολεμική Σχολή και την Πολεμική Σχολήτου Γενικού Επιτελείου. 

Σε ότι αφορά τα στελέχη του οθωμανικού στρατού, ο πόλεμος αυτός ήταν ο πρώτος στον οποίο οι ανώτατοι αξιωματικοί κατά πλειοψηφία προέρχονταν από την Πολεμική Σχολή (Χαρμπιγιέ Μεκτεμπί) – 45 από τους 70. Όμως οι ανώτεροι και οι κατώτεροι αξιωματικοί εξακολουθούσαν να είναι κατά πλειοψηφία αλαϋλήδες. δηλ. εκ του στρατεύματος. Παράλληλα, σε αντίθεση με τον Κριμαϊκό πόλεμο, δεν υπήρξαν πολλοί ξένοι αξιωματικοί. Αποδείχτηκε πάντως, όπως αναμενόταν, ότι οι αξιωματικοί των σχολών, αν και με αδυναμίες, ήταν συνολικά καλύτεροι από τους “εμπειρικούς”.

Αν οι αξιωματικοί σχολής ήταν λίγοι, οι επαγγελματίες υπαξιωματικοί ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι ως συγκροτημένο σώμα. Όπως είπαμε, δεν ήταν καν αντιληπτός ο ιδιαίτερος ρόλος τους, και τα καθήκοντά τους εκτελούσαν περιστασιακά κάποιοι έμπειροι στρατιώτες ή οι νέοι αξιωματικοί του στρατεύματος. Αυτό ανάγκαζε τους αξιωματικούς σχολής να ασχολούνται με καθήκοντα όπως σκοπευτές πυροβόλων (!) ή να εκτελούν απλές αναγνωρίσεις. Όπως είναι επίσης λογικό, με τέτοιες τακτικές οι απώλειες των μεκτεμπλήδων ήταν υπερβολικές.

Αναφορικά με τα Όπλα:

Το Πεζικό αναφέρεται ότι ήταν πολύ καλό όταν είχε καλούς αξιωματικούς, αλλά αυτή είναι μια παρατήρηση που έχει γενικότερη ισχύ στους περισσότερους στρατούς.

Το Πυροβολικό αναδείχτηκε και πάλι στο καλύτερο τμήμα του στρατεύματος. Διέθετε μάλιστα πυροβόλα Κρούπ ανώτερα από ρωσικά, όπως φάνηκε στην πολιορκία της Πλεύνας, όμως η διαφορά με τα άλλα Όπλα οφειλόταν κατά βάση στην καλύτερη στελέχωση. Πρόβλημα πάντως απετέλεσαν οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για το φρουριακό πυροβολικό, εις βάρος αυτού της εκστρατείας.

Οι εφεδρικές μονάδες (ρεντίφ) είχαν λιγότερο καλή ή και κακή απόδοση, κάτι που προφανώς οφείλεται στις γνωστές ιδιαιτερότητες των επιστρατευμένων μονάδων και στην μεγίστη έλλειψη αξιωματικών σχολής. Συχνά ο τραυματισμός ενός αξιωματικού οδηγούσε τη μονάδα σε άτακτη υποχώρηση.

Η διοικητική μέριμνα ήταν και πάλι ένα αδύνατο σημείο του οθωμανικού στρατιωτικού οργανισμού. Αν και τώρα το κράτος παρήγαγε φυσίγγια και πυρίτιδα, άλλες ελλείψεις προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα. Η έλλειψη για παράδειγμα κατάλληλων στρατιωτικών χαρτών αντισταθμίστηκε, υποτίθεται, με εμπορικούς χάρτες, (πρόβλημα ανάλογο με αυτό που αντιμετώπισε ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία.) Το αποτέλεσμα ήταν σοβαρές δυσχέρειες στην διεύθυνση των επιχειρήσεων, ακόμα και απώλεια κατεύθυνσης μονάδων στο τραχύ εδαφικό ανάγλυφο που διεξάγονταν οι επιχειρήσεις.

Επίσης το δίκτυο συγκοινωνών ήταν ανεπαρκές για τις μεταφορές. Ακόμα και το καινούριο σιδηροδρομικό δίκτυο, έπασχε από προβλήματα εφοδιασμού με κάρβουνο.

Με όλα τα παραπάνω, είναι λογικό ότι ο οθωμανικός στρατός αισθανόταν καλύτερα όταν είχε να υπερασπιστεί φρουριακά συγκροτήματα και αμυντικές θέσεις, όπου τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα είχαν μικρότερη συγκριτικά σημασία. Η διεξαγωγή ελιγμών σε ανοικτό πεδίο είχε απαιτήσεις που δεν μπορούσε ακόμα να εκπληρώσει. Έτσι, από οθωμανικής πλευράς, ο πόλεμος ήταν κυρίως μια διαδοχή μαχών γύρω από τον έλεγχο διαβάσεων και φρουρίων, πάντα στο γενικό στρατηγικό πλαίσιο μιας αμυντικής αντίληψης για απόκρουση των Ρώσων.

Παρά την βελτίωσή του, ο οθωμανικός στρατός δεν μπορούσε ακόμα να εγγυηθεί την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Απαιτούνταν νέες μεγάλες προσπάθειες, τις οποίες θα επιχειρούσε ο νέος Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄.

Σύνοψη

Για το οθωμανικό κράτος η στρατιωτική ισχύς ήταν πάντα θεμελιώδης συνιστώσα της κρατικής πολιτικής. Ουδέποτε οι Οθωμανοί διανοήθηκαν να αφήσουν τις τύχες τους σε “συμμάχους”. Η ηγεσία τους, ήδη από τον 18ο αιώνα, είχε συνειδητοποιήσει ότι η διαφορά του στρατιωτικού του δυναμικού από τους ανταγωνιστές του, ήταν πια τόσο μεγάλη, που δεν επαρκούσαν απλές βελτιώσεις και έπρεπε να δημιουργηθεί ένας νέος τακτικός στρατός στηριζόμενος σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, η παρακμή του κράτους ήταν τέτοια που αυτό δεν κατέστη δυνατόν πριν από το 1826, αφού προηγήθηκε η αιματηρότατη κατάργηση του πυρήνα του παλαιού στρατιωτικού συστήματος.

Ακόμα και έτσι, η συγκρότηση τακτικού στρατού αποδείχτηκε δύσκολη και μακροχρόνια διαδικασία, λόγω της οπισθοδρομικής οργάνωσης και αντίληψης των Οθωμανών έναντι των ευρωπαϊκών κοινωνικών και πολιτικών προτύπων βάσει των οποίων προσπάθησαν να εξελιχθούν. Η πίεση όμως των χριστιανικών εθνικισμών και οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι με γειτονικά κράτη επιτάχυναν τις προσπάθειες για στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, για τον οποίο – σημειωτέον – το κράτος διέθετε κάθε δυνατό μέσο. Κομβικό ρόλο στην συγκρότηση του νέου τακτικού στρατού έπαιξε η μακρόχρονη διαδικασία με την οποία το οθωμανικό κράτος επέλεξε να παράγει τους αξιωματικούς του. Δεν ιδρύθηκε απλώς κάποια σχολή αλλά στήθηκε από την αρχή ένα καινοφανές και συνεχώς εκτεινόμενο εκπαιδευτικό σύστημα πολλών βαθμίδων. Η διαδικασία αυτή αφ΄ ενός αποδείχτηκε πολύ χρονοβόρα για την επαρκή στελέχωση του στρατεύματος, αφ΄ ετέρου δημιούργησε τελικά μια επίλεκτη κοινωνική ομάδα που ήταν πολύ επιρρεπής στον αναδυόμενο οθωμανικό εθνικισμό. Σε κάθε περίπτωση, τα νέα στελέχη, αν και λίγα αριθμητικά, ήταν σχετικά ικανά επαγγελματικώς, κάτι όχι σύνηθες σε μια χώρα όπου όποιος ήξερε γραφή και ανάγνωση θεωρείτο μορφωμένος.

Ο νέος στρατός έφτασε σε ικανοποιητικά επίπεδα αριθμητικής ανάπτυξης αλλά έχοντας πολλές παθογένειες. Πλην του θέματος της σοβαρής αριθμητικής ανεπάρκειας των νέων αξιωματικών, προβληματική αποδείχτηκε η – πάντα κρίσιμη – διοικητική μέριμνα, η ποιότητα των εφεδρικών μονάδων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και τα φαινόμενα ευνοιοκρατίας που ήταν συνήθη στους Οθωμανούς. Πρόσθετες δυσχέρειες προκάλεσε το νέο κρατικό Δημόσιο Χρέος. Τα προβλήματα αυτά κυρίως οφείλονταν στις απηρχαιωμένες δομές του κράτους το οποίο ως οργάνωση μόλις είχε αφήσει τον Μεσαίωνα.

Ως τελικό αποτέλεσμα αναφορικά με τον οθωμανικό στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878, απέδειξε ότι ο νέος τακτικός στρατός δεν μπορούσε ακόμα να προστατεύσει την αυτοκρατορία και νέες προσπάθειες έπρεπε να αναληφθούν στο άμεσο μέλλον.

Θα κλείσουμε εδώ την αναφορά στους Οθωμανούς στην περίοδο αυτή (1826-1878) με μια παρατήρηση: αν και η σύγκριση με τον Ελληνικό στρατιωτικό οργανισμό θα γίνει όταν εξετάσουμε τον τελευταίο, δεν είναι δυνατόν να προσπεράσουμε την ευκαιρία για μια αρχική αναφορά. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η στρατιωτική ισχύς είναι αποτέλεσμα κυρίως των πολιτικών αντιλήψεων και ενεργειών και η – αντίστοιχη χρονικά – ελληνική περίπτωση απογοητεύει. Ουσιαστικά την περίοδο αυτή δεν υπήρχε ελληνικός στρατός με την κανονική έννοια του όρου, κυρίως όμως, δεν έγιναν  σοβαρές προσπάθειες για αυτό, βασικά ως συνέπεια και εδώ των πολιτικών αντιλήψεων που επικρατούσαν στην Ελλάδα.

Κλεάνθης

————————————————–

(Σημείωση: Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στη διεύθυνση Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο Οθωμανικός-Τουρκικός Στρατός πριν από την Μικρασιατική Εκστρατεία. Η αντίπαλη πλευρά, Μέρος Α’ όπου και μπορούν να γίνουν σχετικά σχόλια.)