Η Στρατιωτική Ιστορία

Το Σώμα των Ελλήνων Αξιωματικών έως το ’22 Μέρος Α

Προέλευση, Επιλογή, Εκπαίδευση, Ιδεολογία, Εξέλιξη και η κρίσιμη σχέση με την Πολιτική.

«Οία η αξία των στελεχών, τοιάδε και των στρατευμάτων»

Εισαγωγή

Είναι δύσκολο να αναφερθεί κάποιος σε συγκροτημένο Σώμα Ελλήνων αξιωματικών πριν από την εποχή του Χ. Τρικούπη, κατά τη δεκαετία του 1880. Μέχρι τότε, παρόλο που κάποιο τακτικό στράτευμα και μία παραγωγική σχολή αξιωματικών (Σχολή Ευελπίδων)[1] μετρούσαν ήδη 50 ολόκληρα χρόνια ζωής, οι σχετικές προσπάθειες δεν ήταν σοβαρές. Στρατός ουσιαστικά δεν υπήρχε, παρά κυρίως στρατιωτικά αποσπάσματα για την καταδίωξη ληστών. Η υστέρηση αυτή βασικά αντανακλούσε την έλλειψη ισχυρής θέλησης των πολιτικών ελίτ του ελληνικού κράτους– που πάλευε ακόμα να συγκροτηθεί ως τέτοιο – να οργανώσει ικανό για πόλεμο στράτευμα. Η πιθανότητα διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας με τον μοναδικό αντίπαλο, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αντιμετωπιζόταν σοβαρά, και η εδαφική ακεραιότητα είχε αφεθεί περισσότερο στις «Προστάτιδες Δυνάμεις» που άλλωστε είχαν λόγο και στο πολίτευμα της χώρας.

Οι αιτίες για αυτή την «αδιαφορία» πρέπει να αναζητηθούν σε ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που εμπόδιζαν γενικότερα τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Στο εσωτερικό, ήταν η φτώχεια μιας Ελλάδας που εξήλθε της Επανάστασης καταστραμμένη και χρεωμένη, οι οπισθοδρομικές – οθωμανικής προέλευσης – κοινωνικές δομές πατρωνίας, καθώς και οι έριδες για την εξουσία μεταξύ των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων και του ξενόφερτου και ισχυρού θεσμού της βασιλείας. Ως αποτέλεσμα, στις αδιάκοπες διαμάχες για την νομή της εξουσίας δεν στάθηκε δυνατόν να επιβληθεί πολιτικά καμιά δύναμη ικανή να επιβάλει ένα σοβαρό και συγκροτημένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού.

Στο εξωτερικό, οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν ως γνωστόν πολλές και ποικίλες, θεσμοθετημένες μάλιστα από την Συνθήκη του 1832, που νομιμοποίησε διεθνώς την Ελλάδα ως Κράτος (η Χώρα μας δεν συμμετείχε καν στην υπογραφή της). Στο άρθρο 4 λοιπόν της Συνθήκης αναφέρεται: «..Η Ελλάς [..] με την εγγύηση των τριών Αυλών, θα αποτελέσει ένα μοναρχικό ανεξάρτητο κράτος..». Η φράση επανελήφθη και στη συνθήκη του 1863 που υπέγραψαν οι Δυνάμεις με τον βασιλιά της Δανίας και η οποία επέβαλε τον Γεώργιο ως βασιλιά των Ελλήνων. Οι Δυνάμεις λοιπόν θεωρούσαν εαυτές ως «εγγυήτριες της ανεξαρτησίας» και την άποψη αυτή συμμερίζονταν και σημαντικό μέρος των Ελλήνων που τις αποκαλούσε – για προφανείς λόγους – «Προστάτιδες». Οι εθνικοί εξωτερικοί στόχοι μπορούσαν βολικά να ανατεθούν και σε ξένες πλάτες…

Με βάση τα παραπάνω, η Ελλάδα εξήλθε της Επανάστασης ως ένα σχετικά ανεξάρτητο κράτος, φτωχό, κοινωνικά οπισθοδρομικό, πολιτικά ασταθές και με τις Μ. Δυνάμεις να καθορίζουν στενά τις εξωτερικές του υποθέσεις και τυχόν μεταβολή των συνόρων. Ως αποτέλεσμα, η καχεξία γενικά των κρατικών θεσμών και δομών, που απαιτούν μακρόχρονες, συγκροτημένες και μεγάλης κλίμακας προσπάθειες, όπως ειδικότερα ο Στρατός, μοιάζει λογική.

Για το θέμα ειδικά που εξετάζουμε, το αποτέλεσμα της περιγραφείσας εσωτερικής αστάθειας και εξωτερικής επέμβασης ήταν η έλλειψη επαρκούς θεσμικού συστήματος παραγωγής καταρτισμένων στελεχών. Η μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματικών παράμενε χωρίς στρατιωτική και επαρκή ακαδημαϊκή μόρφωση. Η παραγωγή καταρτισμένων στελεχών από τη μοναδική υπάρχουσα σχολή, τη Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) αντιμετώπιζε οργανωτικά προβλήματα, με «φωτογραφικά» διατάγματα προς όφελος κάποιων και επίσης αριθμητικά ήταν ελάχιστη. Επί 50 χρόνια, μεταξύ 1830 και 1880, αποφοιτούσαν ετησίως κατά μέσο όρο μόλις πέντε αξιωματικοί – αρκετές χρονιές μάλιστα δεν υπήρχαν καν απόφοιτοι. Ακόμα και αυτή η μικροσκοπική ομάδα αποφοίτων κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά στα «τεχνικά» λεγόμενα Όπλα, στο Πυροβολικό και στο Μηχανικό. Σε αυτά τα 50 χρόνια λειτουργίας η ΣΣΕ απέδιδε στο Πεζικό, το βασικό όπλο ελιγμού της εποχής, μόλις έναν αξιωματικό ετησίως κατά μέσο όρο! Στο ζωτικό Όπλο του Πεζικού λοιπόν, δεν υπηρετούσαν απόφοιτοι κάποιας σχολής αλλά σχεδόν αποκλειστικά αξιωματικοί εξελισσόμενοι βαθμολογικά από την κατάταξή τους ως οπλίτες στο Στράτευμα, χωρίς μετά την επιλογή τους να υποστούν συγκροτημένη εκπαίδευση για τα νέα τους καθήκοντα. Απλώς κατά καιρούς λειτουργούσαν προσωρινά βραχύχρονα σχολεία επιμόρφωσης για ήδη επιλεγέντες (δηλ. διορισθέντες) υπαξιωματικούς και αξιωματικούς[2].

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον τρόπο που γινόταν η επιλογή των παραπάνω υπαξιωματικών ώστε να γίνουν αξιωματικοί και στη συνέχεια να προαχθούν περαιτέρω. Αρκεί να ανατρέξει στις γενικότερες συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης της εποχής, που κυριαρχούσαν τα πελατειακά–πατρωνικά δίκτυα εξουσίας, δηλαδή οι εξωθεσμικές αλλά ισχυρότατες μορφές εξουσίας που διαπερνώντας κάθετα τις κοινωνικές τάξεις, προσωποποιούσαν τους θεσμούς και καλλιεργούσαν φόβο για την πολιτική δύναμη κάποιων προσώπων. Τα πελατειακά αυτά δίκτυα ήλεγχαν την κοινωνία και τις υπηρεσίες με τρόπους που σήμερα δύσκολα φανταζόμαστε. Οι δημόσιοι υπάλληλοι π.χ. απολύονταν οποτεδήποτε χωρίς αιτιολόγηση και χωρίς αποζημίωση, ο εκβιασμός ήταν ωμός. Όποτε απαιτείτο, ο εκβιασμός τους περιελάμβανε επιπλέον μεθόδους όπως την καθυστέρηση της μισθοδοσίας τους από τον τοπικό δημόσιο Ταμία γιατί «δεν είχαν φτάσει ακόμα τα χρήματα από την Αθήνα«. Οι στρατιωτικοί δεν μπορούσαν να απολυθούν αλλά είτε για πολιτικούς λόγους είτε για άλλους, η αντιμετώπιση τους από τα πατρωνικά-πελατειακά δίκτυα και από το ίδιο το Κράτος ήταν – το λιγότερο – ανερμάτιστη και εμπόδιζε την επαγγελματική τους πρόοδο. Ο μετέπειτα στρατηγός Π. Δαγκλής, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, έχει περιγράψει για παράδειγμα, το σύστημα των διαρκών μεταθέσεων. Από το1878, ο τότε υπολοχαγός μετατέθηκε 13 φορές μέσα σε 30 μήνες, πέντε φορές απ’ αυτές μετατέθηκε σε πόλη όπου είχε υπηρετήσει μερικούς μήνες νωρίτερα. Συχνά οι αιτιολογίες ήταν κωμικοτραγικές, όπως η ίδρυση στρατοπέδων στην εκλογική περιφέρεια του Υπουργού Στρατιωτικών ή η κατανάλωση από τα κτήνη της Μονάδας χόρτου που ήταν κάπου αλλού αποθηκευμένο. Ο Δαγκλής δεν ανήκε σε ομάδα αντιφρονούντων και το γεγονός ότι στα γραπτά του δεν φαίνεται καμία – υφέρπουσα έστω – διαμαρτυρία ή απορία για τις αέναες αυτές μεταθέσεις δείχνει ότι το φαινόμενο δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο.

O Xαρίλαος Τρικούπης υπήρξε ο σημαντικότερος αναμορφωτής του Ελληνικού

Στρατού, θεμελιώνοντας την συγκρότηση ενός σύγχρονου Σώματος αξιωματικών.

Ο πρώτος που προσπάθησε να αλλάξει αυτό το πελατειακό σύστημα και ταυτόχρονα να θεμελιώσει ένα σύγχρονο στράτευμα, πρέπει να θεωρηθεί ο Χαρίλαος Τρικούπηςόταν ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας το 1882. Λέγοντας ωμά στη Βουλή «δεν έχομεν Στρατόν αλλά αγέλη«, έδειξε αμέσως την αποφασιστικότητά του με την ανάληψη από τον ίδιο του Υπουργείου Στρατιωτικών, μια ενέργεια μάλλον πρωτοφανή για την εποχή καθώς μόνο στρατιωτικοί εναλλάσσονταν μέχρι τότε στον υπουργικό θώκο[3]. Με τη βοήθεια και ενός σχετικού δανείου 40 εκ. δρχ., ο Τρικούπης λαμβάνει αμέσως μια σειρά μέτρων για τη συγκρότηση ικανού στρατεύματος, με έμφαση στη δημιουργία σύγχρονου Σώματος κατηρτισμένων Αξιωματικών μέσω νέων παραγωγικών Σχολών. Με τις σχολές αυτές που παρέχουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης, ενιαία εκπαίδευση και ιδεολογική προσήλωση στα αλυτρωτικά ιδεώδη, δημιουργείται ένα νέο Σώμα μορφωμένων Αξιωματικών που γρήγορα αποκτά έντονη επαγγελματική συνείδηση αλλά και αίσθηση ευθύνης για το μέλλον της χώρας. Από αυτό θα αναδειχτούν και οι ηγετικές στρατιωτικές προσωπικότητες της Ελλάδας των μεγάλων πολέμων του 20ου αιώνα.

Δημιουργία του Σώματος των Αξιωματικών

Ο Τρικούπης, Πρωθυπουργός και ταυτόχρονα «Υπουργός των Στρατιωτικών», λαμβάνει δραστικά μέτρα για την παραγωγή καλά εκπαιδευμένων αξιωματικών σε όλα τα Όπλα (Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό, Μηχανικό) του Στρατού.

Το 1882 (ουσιαστικά το γενέθλιο έτος του Σώματος Αξιωματικών) αναδιοργανώνει πρώτα από όλα τη Σχολή Ευελπίδων, με την εισαγωγή νέου Οργανισμού Σχολής, που επιβάλλει πλέον αυστηρά κριτήρια εισόδου, σπουδών και αποφοίτησης από αυτήν, ώστε να σταματήσουν ευνοιοκρατικά φαινόμενα που επέτρεπαν σε ακατάλληλους να αποφοιτούν. Για τον ίδιο λόγο, για πρώτη φορά ο οργανισμός της Σχολής κυρώνεται με νόμο (Ν. ΑΝ΄/1882), ώστε να μην είναι εύκολη η αλλαγή του με διάταγμα προς όφελος κάποιων, όπως γινόταν μέχρι τότε, ενώ στηρίζεται πολιτικά η παρεμπόδιση των συνήθων εξωθεσμικών παρεμβάσεων. Τέλος, αναβαθμίζονται τα απαιτούμενα προσόντα για τον ορισμό κάποιου ως καθηγητή στην ΣΣΕ, καθώς επίσης και ο βαθμός αποφοίτησης των αξιωματικών από την Σχολή, ώστε να είναι αυτός του ανθυπολοχαγού και όχι του ανθυπασπιστή όπως μέχρι τότε.

Ακόμα σημαντικότερη είναι η ίδρυση με ειδικό νόμο (Ν. ΑΛΒ΄/1882) μιας νέας Σχολής παραγωγής αξιωματικών ειδικά για το Πεζικό και Ιππικό[4]της Στρατιωτικής Σχολής ή του Σχολείου των Υπαξιωματικών, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται. Ονομάστηκε έτσι (μπερδεύοντας τους σημερινούς αναγνώστες με την ΣΜΥ) γιατί επέλεγε ήδη υπηρετούντες υπαξιωματικούς τους όποιους εκπαίδευε για τρία χρόνια ώστε να γίνουν αξιωματικοί (και κατά συνέπεια δεν είναι πρόγονος της ΣΜΥ). Έτσι εισάγεται και στα παραμελημένα μέχρι τότε Όπλα του Πεζικού και Ιππικού ένας σταδιακά αυξανόμενος αριθμός νέων αξιωματικών με υψηλή εκπαίδευση.

Ο Τρικούπης το 1888 συμπληρώνει επίσης το σύστημα παραγωγής αξιωματικών με την ίδρυση στην Κέρκυρα, του Προπαρασκευαστικού Σχολείου Εφέδρων Αξιωματικών, ετήσιας διάρκειας, παρέχοντας για πρώτη φορά συγκροτημένη εκπαίδευση στους εφέδρους αξιωματικούς, στελέχη με πολύ σημαντική προσφορά στους πολέμους.

Αναβαθμίστηκε επίσης και η εκπαίδευση των μελλοντικών υπαξιωματικών, με την ίδρυση το 1884 μιας σχολής που απέδιδε υπαξιωματικούς, το «Προπαρασκευαστικόν Υπαξιωματικών Σχολείον» (ΠΥΣ), στην Κέρκυρα, διετούς φοίτησης, πρόγονο της σημερινής ΣΜΥ. Καταργήθηκε όμως μόλις 5 χρόνια αργότερα, μάλλον λόγω οργανωτικών προβλημάτων και η επιλογή και αρχική εκπαίδευση των υπαξιωματικών γινόταν με ευθύνη των Συνταγμάτων τους και στην συνέχεια η εκπαίδευση συνεχιζόταν και στις Μονάδες τους.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε σχετικά, ότι οι υπαξιωματικοί δεν ήταν ένα στεγανό με τους αξιωματικούς σώμα. Οι πλέον φιλόδοξοι και/ή μορφωμένοι υπαξιωματικοί ακολουθώντας θεσμικούς δρόμους (το προαναφερθέν «Σχολείο των Υπαξιωματικών» ή την προαγωγή σε ανθυπασπιστή) ανελίσσονταν στο Σώμα των αξιωματικών.

Ο στρατηγός Vosseur, αρχηγός της πρώτης – 

συμβουλευτικής κατά βάση – γαλλικής 

στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα το 

1884-1887.

Σχετική με τα στελέχη είναι και η – με νομοθετική διάταξη – μετάκληση μιας μικρής Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής υπό τον υποστράτηγο Βίκτωρα Βοσσέρ (Victor Vosseur) και 2 λοχαγών (Σεβαλιέ και Περουσιόν), στην οποία ανατέθηκε η διεύθυνση της εκπαίδευσης, η μελέτη ενός νέου Οργανισμού του Ελληνικού Στρατού και μελέτες ορισμένων οχυρώσεων στη Θεσσαλία. Οι αρμοδιότητες της – μικρής άλλωστε – αποστολής αυτής ήταν βασικά συμβουλευτικές και γενικά οι δυνατότητες της ήταν σημαντικά μικρότερες σε σχέση με την γνωστότερη γαλλική αποστολή του 1911. Πάντως δεν περιλάμβανε την εκπόνηση των ελληνικών σχεδίων επιχειρήσεων στον πόλεμο του 1897, όπως έχει γραφεί.

Ένας μικρός αριθμός αξιωματικών εστάλη επίσης στην Γαλλία για μετεκπαίδευση, χωρίς πάντως αυτό να συνεπάγεται ανώτερες επιτελικές σπουδές.

Τέλος, ο Τρικούπης προσκάλεσε και μια αυστριακή αποστολή χαρτογράφων για την ανάπτυξη μιας σχετικής Υπηρεσίας και στον Ελληνικό Στρατό, με σκοπό τη σύνταξη του «Τοπογραφικού και Κτηματικού Χάρτη της Χώρας». Υπό τον αντισυνταγματάρχη Χάινριχ Χαρτλ (Heinrich Hartl), η αποστολή έμεινε τρία χρόνια στην Ελλάδα, εξελίχθηκε στο ελληνικό «Γεωδαιτικό Απόσπασμα» και μετά στη «Χαρτογραφική Υπηρεσία», πρόγονο της σημερινής ΓΥΣ[5]. Η Αυστριακή αποστολή υπήρξε για τους αξιωματικούς μας πρότυπο μακρόχρονης και συστηματικής θετικής επιστημονικής εργασίας, τομέας σχετικά άγνωστος για τα ελληνικά δεδομένα. Επιπλέον οι απαιτούμενες χαρτογραφικές εργασίες πεδίου ώθησαν πολλούς αξιωματικούς της ΣΣΕ να αφήσουν τα στρατόπεδα στις πόλεις και να διαβιώσουν επί μακρόν στην ύπαιθρο – ειδικά της Θεσσαλίας – και κοντά στους ανθρώπους της. Αυτή η εμπειρία θα αποδειχτεί πολύτιμη στους επερχόμενους αγώνες και ειδικά στον Μακεδονικό.

Βέβαια, θα χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι ότου οι νέοι καταρτισμένοι αξιωματικοί να αποτελέσουν μια κρίσιμη μάζα στο Σώμα και, κυρίως, οι συνολικές πολιτικές αντιλήψεις να αποκρυσταλλωθούν στην κατεύθυνση σοβαρής προπαρασκευής για έναν πόλεμο. Τη χρονική αυτή καθυστέρηση την παρατηρήσαμε (βλ. σχετική ανάρτηση) και στον Οθωμανικό στρατό που – σημειωτέον – είχε προηγηθεί σε αντίστοιχες κινήσεις. Έτσι, στην περίπτωσή μας, το τελικό αποτέλεσμα της παραπάνω «ανορθωτικής προσπάθειας»[6] και όσων ακολούθησαν, φάνηκε πολλά χρόνια αργότερα, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αλλά τα στιβαρά θεμέλια τίθενται στις αρχές της δεκαετίας του 1880, όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης κάνει μια σοβαρότατη προσπάθεια να οργανώσει για πρώτη φορά ένα καλά εκπαιδευμένο σώμα μαχίμων στελεχών, αντιλαμβανόμενος πλήρως την καθοριστική σημασία των στελεχών για την δημιουργία ενός σύγχρονου στρατού.

Ως κατακλείδα του έργου του Τρικούπη στον στρατιωτικό – και όχι μόνο – τομέα, θα αναφέρουμε την εντύπωση που άφησε τελικά στο Σώμα των αξιωματικών της εποχής. Στη «Μεγάλη Στρατιωτική Εγκυκλοπαίδεια» του 1930,το έργο του χαρακτηρίζεται κολοσσιαίο.

Προέλευση – Επιλογή – Εκπαίδευση

Με τις προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις Τρικούπη, από την δεκαετία του 1880 και μέχρι τον Β΄ ΠΠ[7] οι αξιωματικοί του Στρατού στην ειρήνη προέρχονταν από τρείς πηγές: Από τη Σχολή Ευελπίδων, από τη Σχολή Υπαξιωματικών και εκ του στρατεύματος (χωρίς Σχολή). Στον πόλεμο ενεργοποιούνταν και οι έφεδροι αξιωματικοί. Υπήρχε επίσης και μια πολύ περιορισμένη, επιπλέον πηγή προέλευσης αξιωματικών, δηλαδή ορισμένοι Έλληνες απόφοιτοι ξένων στρατιωτικών Σχολών των οποίων τα διπλώματα αναγνωρίζονταν και κατατάσσονταν ως ανθυπολοχαγοί στον Ελληνικό Στρατό. Αριθμητικά ήταν ελάχιστοι αλλά τουλάχιστον ένας από αυτούς μας υποχρεώνει σε αυτή την αναφορά. Ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος.

Όποιος πάντως και αν ήταν ο τρόπος με τον οποίο κάποιο στέλεχος γινόταν αξιωματικός, δεν ετίθεντο θεσμικά εμπόδια στην εξέλιξη του. Αν και οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων είχαν ένα σχετικό προβάδισμα, ήταν η επαγγελματική αξία και η σχέση με την πολιτική που αποτελούσαν τους καθοριστικούς παράγοντες εξέλιξης.

Θα εξετάσουμε εδώ αναλυτικότερα τους τρόπους εισόδου και εκπαίδευσης στο Σώμα.

Α. Σχολή Ευελπίδων

Από τις δύο Σχολές παραγωγής αξιωματικών που αναφέραμε, η πρώτη τη τάξει είναι η Σχολή Ευελπίδων (στο εξήςΣΣΕ), καθώς οι απόφοιτοί της είναι αρχαιότεροι όσων αποφοιτούν το ίδιο έτος. Κατά την περίοδο αυτή αποφοιτούν από τη ΣΣΕ βασικοί πρωταγωνιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, με το έτος αποφοίτησης που δείχνει και την αρχική σειρά αρχαιότητας τους είναι: οι Διοικητές της Στρατιάς Μικράς Ασίας Λ. Παρασκευόπουλος (ΣΣΕ/1881) και Χατζανέστης (ΣΣΕ/1884, αρχηγός τάξης), οι διοικητές Σωμάτων Στρατού Δ. Ιωάννου (ΣΣΕ/1884), Κ. Νίδερ (ΣΣΕ/1887), Ν. Τρικούπης[8] (ΣΣΕ/1888), ο Ι. Μεταξάς (ΣΣΕ/1890, αρχηγός τάξης), οι επιτελείς της Στρατιάς Κ. Πάλλης (ΣΣΕ/1893), Θ. Πάγκαλος (ΣΣΕ/1900), Π. Σαρρηγιάννης (ΣΣΕ/1903), κλπ. Απόφοιτοι της ΣΣΕ ήταν φυσικά και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος (ΣΣΕ/1886) και οι πρίγκηπες, αλλά λόγω προφανών ιδιαιτεροτήτων στο θέμα των αξιωματικών-πριγκίπων θα αναφερθούμε ειδικότερα παρακάτω.

Σχολή Ευελπίδων, Τάξη 1890

Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει o πεσών στον Μακεδονικό Αγώνα το 1904 Παύλος Μελάς (ΣΣΕ/1891), που ενσάρκωνε με τον πατριωτικό ιδεαλισμό, τη δράση και την θυσία του, το πρότυπο του Έλληνα αξιωματικού. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του που έκανε πράξη: «..Επιλέγων το στάδιο αυτό (σσ. του αξιωματικού) δεν υπάκουσα παρά εις μία ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον μου και εις τον τόπο μου… Αυτή είναι η φιλοδοξία μου και όπως κάθε καλός στρατιώτης θέλω να υπηρετώ την πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω..»

Προέλευση: Η φοίτηση στη ΣΣΕ συγκέντρωνε τις επιθυμίες της ελληνικής κοινωνικής αφρόκρεμας, καθώς την εποχή που εξετάζουμε, το επάγγελμα του αξιωματικού κατείχε εξέχουσα θέση στην ελληνική κοινωνία και το κράτος. Οι λόγοι σχετίζονταν με την ίδια τη δημιουργία – πρόσφατη άλλωστε – του Ελληνικού Κράτους μέσω σκληρών πολεμικών αγώνων και με την κυρίαρχη σε όλη την κοινωνία αλυτρωτική ιδεολογία. Έτσι, οι «καλές» και ευκατάστατες οικογένειες της εποχής επιθυμούσαν τα τέκνα τους να φοιτήσουν σε μια από τις στρατιωτικές σχολές της εποχής, τη Σχολή Ευελπίδων και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων που επίσης δημιουργήθηκε από τον Τρικούπη το 1884[9]. Ισχυροί πολιτικοί άνδρες και εν ενεργεία βουλευτές και Πρωθυπουργοί, όπως ο Α. Κουμουνδούρος και ο Ελ. Βενιζέλος έστελναν τα παιδιά τους στη ΣΣΕ, ο υιός μάλιστα Βενιζέλος (Σοφοκλής) εισήχθη όταν ο πατέρας του ήταν Πρωθυπουργός. Οι λόγοι για αυτή την προτίμηση των ελίτ κοινωνικά τάξεων ήταν περισσότερο ιδεολογικοί παρά υλικοί, μια και η στρατιωτική ζωή ήταν δυσκολότερη από αυτή των υπαλλήλων που οι καλές οικογένειες ασφαλώς μπορούσαν να διαλέξουν, ενώ και οι στρατιωτικοί μισθοί δεν ήταν μεγάλοι (χαμηλότεροι π.χ. των δικαστικών). Ρόλο σε αυτή την προτίμηση (όχι μεγάλο πάντως) θα έπαιξε και το γεγονός ότι η τεχνολογική μόρφωση που λάμβαναν οι ευέλπιδες, ήταν η καλύτερη στην Ελλάδα μέχρι τον Τρικούπη[10] και παρέμεινε μεταξύ των καλυτέρων και αργότερα.

Την προέλευση από την κοινωνική αφρόκρεμα ενίσχυαν τα αυξημένα δίδακτρα φοίτησης της ΣΣΕ, των οποίων ο σκοπός ήταν μάλλον ακριβώς αυτόςΑν και το ύψος τους δεν ήταν πάντα σταθερό, μπορούμε να τα υπολογίσουμε στο ύψος των μισθών ενός κατώτερου ή μέσου υπαλλήλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπου πλειοψηφούν τα φτωχά και αγροτικά κοινωνικά στρώματα με την περιορισμένη ή/και σποραδική πρόσβαση σε μετρητά, η φοίτηση στην ΣΣΕ ήταν δυνατότητα για λίγους. Μαζί με την δυσκολίες της εποχής στην απόκτηση του απαραίτητου πτυχίου Γυμνασίου, η καταβολή των διδάκτρων σήμαινε πως η ανθρώπινη δεξαμενή από την οποία αντλούσε υποψηφίους η ΣΣΕ ήταν περιορισμένη αριθμητικά.

Σημείωση: Η περιγραφείσα κατάσταση άλλαξε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπως θα περιγράψουμε στην «Εξέλιξη του Σώματος», αλλά οι αλλαγές δεν πρόλαβαν τους πρωταγωνιστές της Μικρασιατικής εκστρατείας

Επιλογή: Οι υποψήφιοι για την ΣΣΕ (με τις μεταρρυθμίσεις Τρικούπη) έπρεπε να είναι απόφοιτοι γυμνασίου, που για την εποχή σήμαινε περίπου 10 χρόνια στα σχολεία. Υποβάλλονταν σε γραπτές εξετάσεις που απαιτούσαν μάλιστα «προγύμναση» με ιδιαίτερα μαθήματα, και ο συναγωνισμός ήταν μεγάλος. Αν και δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία, σύμφωνα με μαρτυρία του 1891 η αναλογία ήταν περίπου 7 υποψήφιοι για κάθε επιτυχόντα.

Εκπαίδευση: Με την αναδιοργάνωση του Τρικούπη, η φοίτηση στη ΣΣΕ (που μέχρι τότε διαρκούσε 7 χρόνια) εξισορροπήθηκε, με μείωση του επιστημονικού τμήματος στα 3 πρώτα έτη (από 5),ενώ το στρατιωτικό τμήμα, το «εφαρμογής» όπως το έλεγαν, παρέμεινε στα τελευταία δύο. Το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν υβριδικό, προσπαθώντας να συνδυάσει το πρόγραμμα και των δύο γαλλικών στρατιωτικών σχολείων (École Polytechnique και Saint-Cyr) με τις ελληνικές ανάγκες και δεν αντέγραφε πιστά κάποιο ξένο μοντέλο. Με το αρχικό 3ετές επιστημονικό τμήμα, που δίδασκε κυρίως φυσικές επιστήμες, γινόταν προσπάθεια να δοθεί μια σοβαρή τεχνική κατάρτιση, καθώς η σχετική υποδομή έλειπε χαρακτηριστικά από το υπερβολικά κλασικίζον ελληνικό Γυμνάσιο[11].

Το τεχνολογικό επίπεδο των αποφοίτων της ΣΣΕ ήταν πολύ υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα, π.χ οι ταγματάρχες Λυκούδης και Δαγκλής, περί το 1890 ήταν σε θέση να σχεδιάσουν επιτυχώς ορειβατικά πυροβόλα, υλοποιηθέντα αργότερα υπό των κορυφαίων ξένων κατασκευαστών Κρουπ και Σνάιντερ αντίστοιχα. Επίσης απόφοιτοι της ΣΣΕ δίδασκαν ως καθηγητές εκεί αλλά και στο Πολυτεχνείο, θετικές και φυσικές επιστήμες, με δικά τους μάλιστα βιβλία. Μέχρι δε το τέλος του 19ουαιώνα, οι μηχανικοί στην Ελλάδα ήταν εξ ολοκλήρου σχεδόν στρατιωτικοί.

Στο στρατιωτικό 2ετές τμήμα που ακολουθούσε την εκπαίδευση στην ΣΣΕ, τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν πολεμική τέχνη, στρατιωτική ιστορία και γεωγραφία, πυροβολική, οχυρωτική, στρατιωτική τεχνολογία κλπ, ενώ δεν έλειπαν και τα τεχνολογικά μαθήματα όπως η αρχιτεκτονική. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αυτού του τμήματος, είχε ως πρότυπο το πρόγραμμα της γαλλικής σχολής Saint Cyr και οι διδασκόμενοι στρατιωτικοί κανονισμοί ήταν γαλλικοί σε μετάφραση.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην διδασκόμενη ξένη γλώσσα: ήταν πάντοτε τα Γαλλικά, τα οποία μάλιστα ήταν και εξεταστέο μάθημα για την είσοδο στη Σχολή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι μορφωμένοι αξιωματικοί ενημερώνονταν ευκολότερα για τις εν Γαλλία στρατιωτικές εξελίξεις και επηρεάζονταν περισσότερο από αυτές, καθώς πολλοί διάβαζαν τα σχετικά γαλλικά βιβλία και κανονισμούς.

Ο Αντισυνταγματάρχης Πάνος Κολοκοτρώνης,

γιός του Γέρου του Μωριά, υπήρξε ο 

αναμορφωτής της Σχολής Ευελπίδων 

ως Διοικητής της μεταξύ 1881-1885. 

Αξιοκρατία: Το ακανθώδες για την ελληνική νοοτροπία θέμα είχε στην συγκριμένη περίπτωση δύο όψεις. Κατ’ αρχάς είναι αρκετές οι αιτιάσεις για αδικίες που παρατηρήθηκαν στη βαθμολόγηση των Ευελπίδων και προσωπικά δεν αμφιβάλω ότι θα υπήρχαν περιπτώσεις που οι καθηγητές θα «στραβοκοίταξαν» προς όφελος κάποιου. Όμως τα παράπονα περί αδικίας στην Ελλάδα εκφέρονται κατά κόρον και η ύπαρξή τους εδώ, καθόλου δεν αρκεί για να χαρακτηρίσουμε την επιλογή εισόδου και εξόδου από την ΣΣΕ γενικά ως ευνοιοκρατική.

Από την άλλη, βλέποντας τους αριστεύσαντες στην ΣΣΕ για τους οποίους έχουμε στοιχεία, παρατηρούμε ότι περιλαμβάνουν κατά τεκμήριο έξυπνους και μελετηρούς αξιωματικούς: Δαγκλής, Μεταξάς, Γονατάς, Αλ. Μαζαράκης, Αν. Μιχαλακόπουλος (παραιτήθηκε ως εύελπις για οικογενειακούς λόγους), στοιχείο που αποτελεί ένδειξη ότι οι ικανοί τελικά δεν εμποδίζονταν στην εξέλιξη. Στην κατεύθυνση αυτή συντείνουν και αξιόπιστες μαρτυρίες για τον σκληρό και αμφίρροπο ανταγωνισμό που επικρατούσε για τις πρώτες θέσεις στην κάθε τάξη στην Σχολή. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες, άγνωστης όμως αξιοπιστίας, για την άρνηση των περίφημων Διοικητών της ΣΣΕ στο διάστημα 1881-1895, Πάνου Κολοκοτρώνη και Θρ. Μάνου, σε εκκλήσεις του Υπουργού να «βοηθήσουν» κάποιον Εύελπι.

Παραγωγή: Η ΣΣΕ απέδιδε αξιωματικούς και για τα 4 Όπλα της εποχής, Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό και Μηχανικό, αλλά μέχρι το 1896 η επιλογή Όπλου ανήκε στους αποφοίτους. Η μεγάλη πλειοψηφία επέλεγε τα λεγόμενα «τεχνικά όπλα», δηλαδή το Πυροβολικό και Μηχανικό, και μάλιστα κυρίως το πρώτο, λόγω της πειθαρχίας και του πνεύματος του Όπλου, «esprit de corps» κατά την ορολογία της εποχής. Οι λόγοι προτίμησης στα τεχνικά Όπλα ήταν οι ευρύτερες επαγγελματικές προοπτικές και η αίγλη που έδιναν τα Όπλα που απαιτούσαν υψηλό μορφωτικό υπόβαθρο. Επιπλέον προτιμούνταν και για λόγους αποφυγής συγχρωτισμού με κατωτέρας κοινωνικής-μορφωτικής στάθμης αξιωματικούς άνευ σχολής, που κυρίως συναντούσε κανείς στο Πεζικό και Ιππικό. Ελάχιστοι απόφοιτοι της ΣΣΕ επέλεγαν το Πεζικό, άλλωστε δεν διεξάγονταν και πόλεμοι ώστε να αναδειχτεί πιεστικά η σημασία της καλής στελέχωσης της «βασίλισσας της μάχης» κατά τη λίγο μεταγενέστερη έκφραση.

Η προνομιακή αυτή κατάσταση προς το ατομικό συμφέρον των αποφοίτων της ΣΣΕ, άλλαξε άρδην το 1896, παραμονές του Πολέμου του 1897, όταν η κορύφωση της – σχεδόν αδιάκοπης – Κρητικής Επανάστασης και το μαχητικό[12]πνεύμα που είχε τότε επικρατήσει στους αξιωματικούς, οδήγησαν στην απόφαση όπως η τάξη τελειοφοίτων αυτής της χρονιάς (αποφ. 1897) αποδοθεί εξ ολοκλήρου και υποχρεωτικώς στο Πεζικό. Μετά τον Πόλεμο του 1897 αυτό συνεχίστηκε και έτσι 5 διαδοχικές τάξεις της ΣΣΕ (1897-1901), αποδόθηκαν υποχρεωτικώς εξ ολοκλήρου στο Πεζικό[13] Αυτή η διαδικασία υπήρξε πολύ σημαντική, κατ΄αρχάς γιατί εμπλούτισε αυτό το υποβαθμισμένο μέχρι τότε Όπλο με πολλούς σημαντικούς και μορφωμένους αξιωματικούς, (Γονατάς αρχηγός τάξης 1897, ΠάγκαλοςΟθωναίοςΤσερούληςΤσιμικάλης, Μανέτας κλπ). Το γεγονός αυτό βοήθησε επιπλέον να αμβλυνθεί μια «αριστοκρατική» έπαρση και αντιμετώπιση που είχαν μέχρι τότε έναντι του Πεζικού, οι υπηρετούντες στα Τεχνικά Όπλα (ΠΒ-ΜΧ)[14], οι οποίοι ως απόφοιτοι της ΣΣΕ ανήκαν σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αν και μετά το 1901 ξαναδόθηκε το δικαίωμα επιλογής στους αποφοίτους της ΣΣΕ, αυτή η απόδοση στο Πεζικό ολόκληρων τάξεων της, μαζί με την παράλληλη στελέχωσή του Όπλου από αξιωματικούς από το Σχολείο των Υπαξιωματικών όπως θα δούμε παρακάτω, συνέβαλαν σημαντικά ώστε  το κάποτε περιφρονημένο Πεζικό και οι αξιωματικοί του να αντιμετωπίζονται σταδιακά σχεδόν επί ίσοις όροις. Για το τελευταίο πάντως χρειάστηκαν χρόνος και έντονες προσπάθειες αλλά η – οπωσδήποτε αναγκαία – ομογενοποίηση των Όπλων ήδη προχωρούσε.

Η νέα – το 1894 – Σχολή Ευελπίδων στο Πεδίο του Άρεως. Κτίστηκε με δαπάνη του ευεργέτη

Γ. Αφέρωφ, μετά από προτροπή του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη

ΣΣΕ στον Πειραιά.

Βασικές αδυναμίες της ΣΣΕ απετέλεσαν ο αποκλεισμός από αυτή της πλειοψηφίας του πληθυσμού λόγω των υψηλών διδάκτρων καθώς και μια έντονη έμφαση στην επιστημονική κατάρτιση, σε σχέση με την στρατιωτική. Το τελευταίο αυτό πρόβλημα επιτεινόταν καθώς δεν υπήρχαν σχολές εφαρμογής των Όπλων για πρακτική εφαρμογή μετά την αποφοίτηση, καθώς και από την ιδιαίτερη αίγλη που περιέβαλε τους καλως καταρτισμένους στις θετικές επιστήμες αξιωματικούς, εν μέσω μιας κοινωνίας με ελάχιστη σχετική μόρφωση.

Β. Σχολή ή Σχολείον των Υπαξιωματικών

Όπως είδαμε, μέχρι την εποχή του Τρικούπη οι περισσότεροι αξιωματικοί του Πεζικού, προήρχοντο από χαμηλότερες – συγκριτικά – κοινωνικές τάξεις[15] και στην πλειοψηφία τους δεν είχαν στρατιωτική και συχνά ακαδημαϊκή μόρφωση. Η απογοητευτική εικόνα των αξιωματικών του Πεζικού άρχισε να αλλάζει προς το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως χάρη στη δεύτερη σχολή παραγωγής αξιωματικών, τη «Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών» (στο εξής ΣΣΥ), ή όπως συνηθιζόταν να ονομάζεται, το «Σχολείον των Υπαξιωματικών». Εδώ κατατάσσονταν υπαξιωματικοί ώστε εν συνεχεία να εκπαιδευτούν ως αξιωματικοί του Πεζικού, του Ιππικού και του Οικονομικού Σώματος. Επρόκειτο δηλαδή για παραγωγική σχολή αξιωματικών και όχι υπαξιωματικών. Σκοπός της ΣΣΥ, που είχε έδρα την Αθήνα, ήταν να αναβαθμιστεί θεσμικά η διαδικασία επιλογής και εκπαίδευσης όσων υπαξιωματικών επιθυμούσαν να σταδιοδρομήσουν ως αξιωματικοί. Επιπλέον, η δυνατότητα αυτή προαγωγής, εκτιμάτο – και επιβεβαιώθηκε – ότι θα λειτουργούσε και ως κίνητρο για την κατάταξη στο στράτευμα ικανών και μορφωμένων νέων ως υπαξιωματικών, ενισχύοντας σε κάθε περίπτωση το στράτευμα με καλά μόνιμα στελέχη.

Μέρος μόνον των μονίμων υπαξιωματικών – σε αντίθεση με σήμερα – εξελίσσονταν ως αξιωματικοί, μέσω

συγκεκριμένων διαδικασιών.

Η ΣΣΥ απετέλεσε το σημαντικότερο σχολείο παραγωγής αξιωματικών μέχρι την συνένωση της με την ΣΣΕ το 1914, καθώς κατ’ εξοχήν ενίσχυσε τις μονάδες του σημαντικότερου Όπλο του Ελληνικού Στρατού, του Πεζικού, με χαμηλόβαθμα στελέχη υψηλής αξίας. Εξ ου και βαρύς ο φόρος αίματος που κατέβαλαν οι απόφοιτοί της.

Απόφοιτοι της ΣΣΥ υπήρξαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους Έλληνες στρατιωτικούς, άλλοι γνωστοί όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας (που λανθασμένα μνημονεύεται ως απόφοιτος του εν Κερκύρα Προπαρασκευαστικού Σχολείου Υπαξιωματικών), άλλοι λιγότερο γνωστοί αλλά σημαντικότατοι, όπως ο αντισυνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόπουλος, εξαίρετος Διοικητής του 1ου Ευζωνικού Συντάγματος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πλήθος επίσης ικανών διοικητών στην Μικρασιατική Εκστρατεία προέρχονταν από την ΣΣΥ: Τριλίβας, Φράγκου, Διαλέτης, Τσιρογιάννης, Λούφας, Ρόκας, Ζήρας, Φαληρέας, Σουμπασάκος, Χασαπίδης, Ψάρρας κλπ. Άλλοι βετεράνοι της Μ. Ασίας απόφοιτοι της ΣΣΥ έγιναν πιο γνωστοί στον Πόλεμο του 1940 και μετά: Στ. Σαράφης, Ν. Ζέρβας, Γ. Τσολάκογλου (συμμαθητής του Πλαστήρα στη Σχολή), Ι. Πιτσίκας, Κοσμάς, κλπ.

Ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου, ο «Ήρωας των Ηρώων»

σύμφωνα με τον Έλληνα Αρχιστράτηγο. Ατρόμητος

έως την τελευταία του πνοή.

Υπεράνω όμως όλων οι Πεσόντες στην πρώτη γραμμή της μάχης: Απόφοιτοι της ΣΣΥ όπως ο ηρωικός διοικητής του 9ου τάγματος Ευζώνων ταγματάρχης Ι. Βελισσαρίου (πεσών στις 13 Ιουλίου 1913 στο Υψωμα 1378 της Άνω Τζουμαγιάς), ο διοικητής του 1ου Συντάγματος Πεζικού Συνταγματάρχης Φωκίων Διαλέτης (πεσών στη μάχη του Κιλκίς το 1913), ο συνταγματάρχης Βλάσιος Καραχρήστος, διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων (πεσών ανατολικά του Σαγγάριου στις 20 Αυγούστου 1921 κατά την αιματηρή μάχη του Καρακουγιού), ο επιτελάρχης της ΧΙΙ μεραρχίας αντισυνταγματάρχης Α. Σακέτας που κατά τη παράδοση της Ομάδας Τρικούπη στους Τούρκους (20 Αυγούστου 1922) μετά τη μάχη του Αλή Βεράν, αρνήθηκε την βέβαιη αιχμαλωσία και ξιφήρης όρμησε μόνος κατά των Τούρκων για να συναντήσει της αθανασία, έδειξαν στην ύστατη στιγμή της θυσίας, υψηλά δείγματα πολεμικής αρετής.

Προέλευση – Επιλογή: Η είσοδος στην Σχολή γινόταν με εξετάσεις, κατόπιν προεπιλογής όμως και πρότασης των Συνταγμάτων. Οι σπουδαστές της ΣΣΥ[16]προέρχονταν από λιγότερο εύπορα κοινωνικά στρώματα, καθώς, αντίθετα με τη συγγενή Σχολή ΣΣΕ, η ΣΣΥ δεν απαιτούσε δίδακτρα. Αυτό επέτρεπε και σε μη εύπορους να φοιτούν σε σχολές παραγωγής αξιωματικών, δε σημαίνει όμως ότι η ΣΣΥ ήταν προσβάσιμη σε όλον τον πληθυσμό. Αιτία ήταν τα γενικότερα προβλήματα συγκοινωνιακής πρόσβασης στην Μέση Εκπαίδευση που είχαν οι κατά πλειοψηφία αγροτικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα, και που δύσκολα επέτρεπαν τη φοίτηση σε βαθμίδες άνω του – τετραετούς τότε – Δημοτικού. Αν και από τα τέλη του 19ουαιώνα η πρόσβαση στην εκπαίδευση βελτιώνεται γοργά, σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού η φοίτηση στην Μέση Εκπαίδευση απαιτεί μετακόμιση σε μεγάλη πόλη[17]. Για πολλούς είναι αδύνατο.

Φοίτηση: Ήταν τριετούς φοίτησης[18] και διδάσκονταν ακαδημαϊκά μαθήματα όπως Ελληνικά, Μαθηματικά, Φυσικοχημεία, Τοπογραφία, Κοσμογραφία κλπ. Συγχρόνως διδάσκονταν και τα στρατιωτικά μαθήματα που περιλάμβαναν Πολεμική Τέχνη, Στρατιωτικούς Κανονισμούς, Οχυρωτική, Στρατιωτική Γεωγραφία, Στρατιωτική Ιστορία, Πυροβολική, Οχυρωτική, Οπλομαχητική κλπ. ενώ μερικά ξεχωριστά μαθήματα υπήρχαν για τους σπουδαστές που ανήκαν στο Ιππικό και στο Οικονομικό. Σε γενικές γραμμές η καθαρά στρατιωτική εκπαίδευση στη ΣΣΥ ήταν εφάμιλλη της ΣΣΕ. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται και εδώ η διδασκαλία της Γαλλικής γλώσσας και στα τρία χρόνια στη ΣΣΥ, κάτι που όπως είδαμε και στην περίπτωση της ΣΣΕ, διευκόλυνε την γαλλική επιρροή μέσω ανάγνωσης γαλλικών επαγγελματικών βιβλίων και κανονισμών.

Παραγωγή: Η ΣΣΥ απέδιδε ανθυπολοχαγούς στο Πεζικό, στο Ιππικό και επίσης στο Οικονομικό Σώμα. Οι πρώτοι αξιωματικοί της ΣΣΥ αποφοίτησαν το 1885 και ήδη σε αυτή την πρώτη τάξη αποφοιτησάντων διακρίνονται οι μετέπειτα στρατηγοί στην Μικρασιατική Εκστρατεία, οι Διοικητές Σωμάτων Στρατού Κοντούλης Αλέξανδρος και Πολυμενάκος Γεώργιος.

Τα κτήρια που στέγασαν το περίφημο «Σχολείον των Υπαξιωματικών» ή ΣΣΥ,

όπως είναι σήμερα.

(Πηγή: savepr401.wordpress.com).

Με βάση την συνολική της αποτίμησή από τα ίδια τα στελέχη, ανεξαρτήτως προέλευσης, η ΣΣΥ αποτέλεσε ένα θεσμό που κάλυψε επιτυχώς την αποστολή της, παράγοντας αξιωματικούς ίσης μαχητικής αξίας με αυτούς της ΣΣΕ. Έτσι το 1925 το «Σχολείο των Υπαξιωματικών» ξαναλειτούργησε, αν και με λίγο διαφορετική στόχευση, μέχρι τις παραμονές του Β΄ΠΠ.Η απουσία διδάκτρων στην ΣΣΥ δημιούργησε και μια αίσθηση ταξικής διαφορετικότητας μεταξύ των Όπλων: οι ολιγάριθμοι αξιωματικοί του Πυροβολικού και Μηχανικού προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα που μπορούν να πληρώνουν τα δίδακτρα, ενώ οι απόφοιτοι της ΣΣΥ διατίθενται μόνο στο Πεζικό και Ιππικό.

Αυτή η ταξική διαφορά ανέκαθεν υπήρχε, αλλά με την αύξηση των μορφωμένων αποφοίτων της ΣΣΥ στο Πεζικό στα μέσα της δεκαετίας του 1890, η κατάσταση οδηγεί σε σοβαρές διαμαρτυρίες. Οι αξιωματικοί του Πεζικού και Ιππικού εκδήλωναν πλέον την δυσαρέσκειά τους για την διαφορετική τους αντιμετώπιση, καθώς ελάμβαναν λίγο μικρότερη αμοιβή και δεν μετατίθεντο σε προνομιούχες γενικές θέσεις. Οι διαμαρτυρίες έφτασαν το 1896 σε μαζικές παραιτήσεις από τη Λέσχη Αξιωματικών Αθηνών, πράγμα που προξένησε αίσθηση καθώς πρόεδρος της ήταν ο Διάδοχος. Από την δική τους μεριά οι απόφοιτοι της ΣΣΕ του πυροβολικού και μηχανικού διατείνονταν[19] ότι έμεναν παρά πολλά χρόνια στους μικρούς βαθμούς π.χ. οι ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού-Μηχανικού προάγονταν μετά από 12-13 έτη (!), όταν οι του Πεζικού προάγονταν αντίστοιχα στα 8 έτη. Οι διχόνοιες συνεχίστηκαν αργότερα καθώς τα μορφωμένα στελέχη αυξάνονταν αναλογικά στο Πεζικό, στο οποίο όπως είδαμε από το 1897 κατατάχτηκαν πλέον και ολόκληρες τάξεις της ΣΣΕ. Αυτή η σταδιακή και αυξανόμενη ομογενοποίηση των στελεχών των 4 Όπλων, μέσα και από άλλες έριδες και διαμαρτυρίες, οδήγησε τελικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στην κατάργηση της ταξικής διαφορετικότητας στα Όπλα, μέσω και της δημιουργίας μίας και μοναδικής στρατιωτικής σχολής: της νέας Σχολής Ευελπίδων.

Γ. Άνευ Σχολής, εκ του Στρατεύματος.

Ήταν αξιωματικοί που αρχικά ξεκίνησαν την καριέρα τους κατατασσόμενοι στον ΕΣ αρχικά ως κληρωτοί ή ως εθελοντές, το τελευταίο σύνηθες φαινόμενο λόγω της αλυτρωτικής ιδεολογίας και των συνεχών προστριβών στα σύνορα με την Τουρκία. Οι υποψήφιοι μέσω κάποιας εκπαίδευσης από το οικείο Σύνταγμα ονομάζονταν δεκανείς εφόσον ήταν απόφοιτοι Γυμνασίου, ή λοχίες εφ΄όσον είχαν εκπαίδευση ανώτερης βαθμίδας. Η καριέρα τους συνεχιζόταν με ανακατατάξεις και, εφόσον δεν συνέχιζαν μέσω εξετάσεων στο Σχολείο των Υπαξιωματικών, απαιτείτο κάποια «ευεργετική» – συνήθως επ’ανδραγαθία – προαγωγή με βασιλικό διάταγμα στον βαθμό του ανθυπασπιστή, που ήταν ο μεταβατικός βαθμός στο σώμα των αξιωματικών. Για αυτό ονομάζονταν συχνά και «ευεργετικοί».

Οι γνωστότεροι από αυτούς αξιωματικοί ήταν κατ’ αρχάς ο Αν. Παπούλας, μακεδονομάχος, διοικητής συντάγματος στους Βαλκανικούς και ως γνωστόν αρχιστράτηγος στην Μικρά Ασία σε όλες τις κρίσιμες μάχες του 1921. Επίσης ο Γ. Κονδύλης, ένας σκληρός και ορμητικός πολεμιστής με μυθιστορηματική βιογραφία, που κατατάχτηκε αρχικά ως απλός στρατιώτης, πολέμησε στην Κρητική Επανάσταση και πήρε τον βαθμό-εισιτήριο του ανθυπασπιστή με την συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα. Και φυσικά και εδώ αναφορά στους Πεσόντες στην πρώτη γραμμή, όπως ο συνταγματάρχης Καμπάνης Αντώνιος, διοικητής του 8ου Συντάγματος (Αργολιδοκορινθίας), πεσών στην μάχη του Κιλκίς το 1913.

Δ. Έφεδροι Αξιωματικοί

Η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα. 

Το 1888 ιδρύεται στην Κέρκυρα, το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Εφέδρων Αξιωματικών, ετήσιας διάρκειας, μια σχολή που παρέχει για πρώτη φορά συγκροτημένη εκπαίδευση στους εφέδρους αξιωματικούς, στελέχη με πολύ σημαντική προσφορά στους πολέμους. Πολλές εκατοντάδες εφέδρων αξιωματικών αποφοίτησαν από αυτήν, στελεχώνοντας τις μονάδες – ειδικά του πεζικού – που αποδείχτηκαν ακατάβλητες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Η διάρκεια της εκπαιδεύσεως ανερχόταν στους 12 μήνες – στοιχείο εντυπωσιακό σε σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση. Φαίνεται ότι στη συγκρότηση της σχολής αυτής σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Γαλλική αποστολή υπό τον Βοσσέρ, που ασχολήθηκε με θέματα εκπαίδευσης του στρατού μας. Η Σχολή καταργήθηκε το 1910, και αντικαταστάθηκε από τους «Ουλαμούς Εφέδρων Αξιωματικών«[20] ανά Σώμα Στρατού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους σημαντικός αριθμός βετεράνων εφέδρων αξιωματικών μονιμοποιήθηκε για την κάλυψη των αναγκών του μεγαλύτερου πλέον στρατού και αυτή η τακτική μονιμοποιήσεων επαναλήφθηκε κατά την δημιουργία του Στρατού Εθνικής Αμύνης από τον Βενιζέλο.

Ε. Οι Βασιλόπαιδες – Πρίγκιπες Αξιωματικοί

Η στρατιωτική εξέλιξη των αξιωματικών – πριγκήπων προφανώς ήταν

 πολιτικές πράξεις. Εδώ Διάδοχος Κωνσταντίνος και πρίγκηπες Αλέξανδρος, 

Χριστόφορος,  Ανδρέας, Γεώργιος.

Μόλις επτά τον αριθμό (Κωνσταντίνος Α΄, Γεώργιος[21], Γεώργιος Β΄, Ανδρέας, Νικόλαος, Αλέξανδρος και Χριστόφορος), αλλά η σημασία του θεσμού πρίγκηπας-αξιωματικός ήταν μεγάλη. Όπως είναι αναμενόμενο δεν ήταν τυπικοί αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού αλλά μια ειδική κατάσταση, έτσι άλλωστε τους αντιμετώπιζαν και οι «συνάδελφοί» τους. Η φοίτησή τους π.χ. στη ΣΣΕ, δεν ήταν σύμφωνη με τον οργανισμό της Σχολής αλλά περιστασιακή και ειδικού τύπου όπως και γενικά η σχολική τους εκπαίδευση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι βασιλόπαιδες δεν ζούσαν στη ΣΣΕ ούτε εξετάζονταν μαζί με τους υπόλοιπους αλλά διδάσκονταν κυρίως «κατ’ οίκον» τα στρατιωτικά μαθήματα, από επιλεγμένους αξιωματικούς και ευέλπιδες μεγαλύτερης τάξης. Δύο φορές την εβδομάδα συμμετείχαν στις ασκήσεις πεζικού με τους υπόλοιπους ευέλπιδες, μάλιστα κατά την προσέλευσή και αποχώρησή τους, η Σχολή τους απέδιδε τιμές.

Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στις περίφημες σπουδές του Διαδόχου – και Αρχιστράτηγου – Κωνσταντίνου, στην Πρωσσική Ακαδημία Πολέμου, μια από καλύτερες επιτελικές σχολές του κόσμου, κατά πολλούς η καλύτερη. Αναφορές στις σπουδές αυτές του Διαδόχου υπάρχουν σε έγκυρα βιβλία και από σπουδαίους ιστορικούς, αλλά είναι εσφαλμένες. Όχι μόνο δεν παρατίθεται κάποια τεκμηρίωση για τέτοιες σπουδές[22] (ενώ π.χ. για τον Μεταξά έχουμε), αλλά επίσης διαψεύδονται σε – τουλάχιστον – δύο σχετικά βιογραφικά βιβλία. Την πραγματική εκπαίδευση του Διαδόχου αναφέρουν δύο πρόσωπα που γνωρίζουν καλά το θέμα και ως φιλοβασιλικοί φυσικά θα ανέφεραν τυχόν ανώτερες σπουδές. Στα βιβλία τους λοιπόν ο αδελφός του Κωνσταντίνου πρίγκιπας Νικόλαος και ο βιογράφος και συμμαθητής του Διαδόχου Ι. Ιωαννίδης, συμφωνούν ότι ο Κωνσταντίνος στην Γερμανία απλως παρακολούθησε την υπηρεσία ενός επιλέκτου συντάγματος πεζικού («της Φρουράς») και φοίτησε σε ιππευτική σχολή (στο Αννόβερο). Άλλωστε πρακτικά είναι σχεδόν αδύνατο ο Διάδοχος να συνδύασε τυχόν σπουδές στην απαιτητικότατη τριετή Σχολή Πολέμου, με τις επιπλέον γνωστές σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες σε Λειψία και Χαιδελβέργη, κατά τα συνολικά τρία χρόνια που έμεινε στην Γερμανία. Τέλος, λάμπουν δια της απουσίας τους σχετικές αναφορές στο Ημερολόγιο Μεταξά, στις πολλές συζητήσεις με τον Διάδοχο για το ίδιο θέμα.

Στ. Αξιωματικοί απόφοιτοι ξένων Σχολών

Αφορά ορισμένους Έλληνες απόφοιτους ξένων στρατιωτικών Σχολών (κυρίως Γαλλίας, Βελγίου και Ιταλίας) των οποίων τα διπλώματα αναγνωρίζονταν με νόμο του Τρικούπη (Ν. ΑΛΕ΄/1882) και οι οποίοι κατατάσσονταν ως ανθυπολοχαγοί στον Ελληνικό Στρατό. Επρόκειτο για πολίτες που συνήθως είχαν ξεπεράσει το αυστηρό ανώτατο όριο ηλικίας των 18 ετών για την κατάταξη στη ΣΣΕ. Αριθμητικά ήταν ελάχιστοι αλλά τουλάχιστον δύο από αυτούς μας υποχρεώνουν σε αυτή την αναφορά. Ο ένας ήταν ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος (1882-1922), απόφοιτος της ιταλικής στρατιωτικής σχολής της Μοδένας της Ιταλίας. Ένα σύντομο βιογραφικό του ανδρός και ο ένδοξος θάνατος του στο πεδίο της φοβερής μάχης του Αλή Βεράν τον Αύγουστο 1922, υπάρχει εδώ.

Ένας άλλος αξιωματικός της κατηγορίας αυτής ήταν ο μετέπειτα στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, γόνος του στρατηγού (εκ ΣΣΕ) Λεωνίδα Παπάγου, που σπούδασε επί διετία στη βελγική Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία των Βρυξελλών (1902-1904) και αμέσως μετά  στην αντίστοιχη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Υπρ (1904-1906). Συμπτωματικά, μόλις ο νεαρός Παπάγος κατετάγη το 1906 ως ανθυπίλαρχος στον Ελληνικό στρατό, ο – από την εποχή του Τρικούπη – νόμος άλλαξε και η δυνατότητα αυτή για αποφοίτους ξένων σχολών καταργήθηκε. Ο Παπάγος μόλις που πρόλαβε.

Μετεκπαίδευση Στην Ευρώπη

Για ένα νέο στρατό όπως ο ελληνικός, ήταν ουσιώδης η επαφή με τις σχετικές εξελίξεις που ελάμβαναν χώρα στα προηγμένα κράτη. Αυτό υποτίθεται ότι γινόταν με την αποστολή ορισμένων αξιωματικών στην Ευρώπη για σπουδές, αλλά μέχρι το 1910 αποδείχτηκε ότι αυτές ήταν ακαθόριστου αντικειμένου και, πλην μιας εξαίρεσης, τελικά μικρής σημασίας. Βασικά αποτελούσε μια προνομιακή μεταχείριση ορισμένων, οι οποίοι μάλιστα συνήθως επέλεγαν το είδος και την διάρκεια των εκπαιδεύσεων. Κάποιοι για να πετύχουν το ευρωπαϊκό ταξίδι «σπούδαζαν» με δικά τους έξοδα. Στο πλείστον των περιπτώσεων η εκπαίδευση ήταν απλώς η προσκόλληση σε κάποιο ξένο Σύνταγμα του Όπλου που ανήκε ο αξιωματικός, όπως οι «σπουδές» των Πριγκήπων-αξιωματικών σε Πρωσσικά Συντάγματα Αυτοκρατορικής Φρουράς, ή η παρακολούθηση κάποιου σχολείου εφαρμογής. Η συνέπεια με την οποία παρακολουθείτο η εκπαίδευση ήταν στην διακριτική ευχέρεια του «σπουδαστή» καθώς κανενός είδους έλεγχος δεν υπήρχε. Άλλοι, όπως ο αρχιστράτηγος στην Μικρά Ασία Λεωνίδας Παρασκευόπουλος που μετέβη στο Παρίσι, δεν κατάφεραν ούτε τις περιγραφείσες εκπαιδεύσεις, καθώς δεν τελεσφόρησαν οι απαιτούμενες ενέργειες στο γαλλικό υπουργείο. Ο Παρασκευόπουλος τελικά παρακολουθούσε ως… ιδιώτης στο Παρίσι, με βοήθεια φίλων του γάλλων αξιωματικών, τις εξελίξεις γενικά στο γαλλικό πυροβολικό. Άλλα προβλήματα δημιουργούσε το απόρρητο ορισμένων χωρών, όπως στην περίπτωση του Επιτελάρχη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους Π. Δαγκλή, που ενώ είχε προσκολληθεί σε βελγικό σύνταγμα πυροβολικού, δεν παρακολούθησε τις μεγάλες ασκήσεις βολής καθώς αυτό δεν επιτρεπόταν σε ξένους αξιωματικούς.

Υπήρξαν επίσης και… πρωτότυπα αντικείμενα σπουδών, όπως η αποστολή του υπολοχαγού Καράκαλου στο Παρίσι για σπουδές επί διετία στον – νέο τότε – τομέα της γυμναστικής[23].

Σπανιότατη δε, αν και αποτελούσε μέγιστη ελληνική ανάγκη, ήταν η παρακολούθηση επιτελικών μαθημάτων σε Σχολές Πολέμου, καθώς τα προηγμένα κράτη δεν άνοιγαν εύκολα αυτές τις σχολές και απαιτείτο ειδική κρατική συγκατάθεση. Σχετική είναι και η άρνηση της Γαλλικής Κυβέρνησης να φοιτήσει ο νεαρός αξιωματικός Χατζανέστης στην Σχολή Πολέμου στο Παρίσι (παρακολούθησε τελικά σχολή εφαρμογής πυροβολικού στην Αγγλία).

Την πληρέστερη ίσως εκπαίδευση στο εξωτερικό, τουλάχιστον μέχρι το 1900, φαίνεται ότι πέτυχε ο νεαρός ανθυπολοχαγός του πυροβολικού Νικόλαος Τρικούπης, κατά τραγική ειρωνεία μοιραίος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Ο Τρικούπης, μεταξύ 1890 και 1895 υπηρέτησε αρχικά σε γαλλικό σύνταγμα πυροβολικού, μετά στο σχολείο εφαρμογής του Όπλου στο Φοντενεμπλώ, σε ιππευτική σχολή και τέλος στη Σχολή Πολέμου στο Παρίσι. Συνδυάζοντας αυτά με την πολεμική εμπειρία αυτού του αξιωματικού σε 5 πολέμους και τελικά την τραγική του κατάληξη ως αιχμάλωτος στρατηγός από τους Τούρκους στο Αλή Βεράν συνεπεία των λαθών του, καταδεικνύεται η δυσκολία γενικά της επιλογής της ηγεσίας με βάση τα «τυπικά προσόντα».

Τελικά τη σημαντικότερη μετεκπαίδευση στο εξωτερικό μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, την «εξαίρεση» που προαναφέραμε, απετέλεσε η αποστολή 4 αξιωματικών στην Γερμανική Ακαδημία Πολέμου στο Βερολίνο μετά τον Πόλεμο του 1897. Και αυτό το ζήτημα όμως καθώς και η συνέχεια του, έδειξαν τελικά τα περιορισμένα όρια των προσπαθειών στα σπουδαία αυτά ζητήματα, που θα τα δούμε στο κεφάλαιο «Εξέλιξη του Σώματος».

Κλείνουμε την αναφορά στο σύστημα επιλογής και εκπαίδευσης των αξιωματικών, με την σχολή που… δεν υπήρξε και που η απουσία της φάνηκε έντονα μέχρι και την Μικρασιατική Εκστρατεία: μια Σχολή Επιτελών, αντίστοιχη με τις σχολές πολέμου, που θα εκπαίδευε επιλεγμένα στελέχη σε ανώτερες επιτελικές σπουδές. Αυτό απαιτούσε την συνεργασία με κάποια ξένη δύναμη της οποίας το στρατιωτικό δόγμα θα σπουδαζόταν και εκ των πραγμάτων θα αποτελούσε ζήτημα διακρατικής συμφωνίας υψηλού επιπέδου. Η σχετικές ενέργειες έγιναν αλλά όπως θα δούμε έπεσαν θύμα διεθνών αλλά και εσωτερικών πολιτικών ανταγωνισμών.

Τελικά, η Σχολή αυτή ανωτέρων επιτελικών σπουδών, ιδρύθηκε το 1925 και δεν μπορεί κανείς παρά να συγκρίνει την καθυστέρηση αυτή με την αναβαθμισμένη από Γερμανούς ήδη από την δεκαετία του 1880, Οθωμανική Ακαδημία Πολέμου.

Ιδεολογία

Η κυρίαρχη ιδεολογία στους αξιωματικούς της εποχής είναι η αλυτρωτική, δηλαδή η προσήλωση στο όραμα της απελευθέρωσης των υπόδουλων ακόμα περιοχών. Η πιο περιεκτική απόδοση του τι σήμαινε αυτό ανήκει, πιστεύω, στον-ανθυπολοχαγό τότε – Ι. Μεταξά:«[..] πρόκειται να σχηματίσουμε τον Ελληνισμό σε Κράτος».

Θα ήταν παράδοξο να μην συνέβαινε αυτό, καθώς μεγάλος αριθμός αξιωματικών καταγόταν από περιοχές εκτός των συνόρων. Τα πολυάριθμα στελέχη του Ελληνικού Στρατού με καταγωγή από Οθωμανικές ακόμα περιοχές (Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Μικρά Ασία και νησιά του Αιγαίου), δεν χρειάζονταν καμιά παρόρμηση για να τους εξηγήσει ποιά ήταν τα πραγματικά σύνορα του Ελληνικού Έθνους. Οι αντιλήψεις αυτές ήταν βέβαια ευρείας αποδοχής από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, αλλά ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή, μετά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1878, το αίσθημα αυτό αναζωπυρώθηκε και συγκεκριμενοποιήθηκε. Αυτό οφείλεται στην έξαρση του διεθνούς ανταγωνισμού για τη Βαλκανική με τις Συνθήκες του Αγίου Στέφανου και τελικά του Βερολίνου (1878) και στον κίνδυνο από την εμφάνιση ενός ανταγωνιστικού βαλκανικού εθνισμού, του σλαβικού, παράγοντες που ανέτρεψαν μισού αιώνα πρακτική στην επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων. Τώρα η άμεσα επαπειλούμενη ενδοβαλκανική σύρραξη οδηγεί τα νέα βαλκανικά κράτη στη συνειδητοποίηση μιας επείγουσας ανάγκης αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού. Το ελληνικό εθνικό ζήτημα πλέον, (όπως και τα σλαβικά αντίστοιχα) δεν θα λυνόταν μέσω πιέσεων και εκκλήσεων στις Μεγάλες Δυνάμεις όπως μέχρι τότε, αλλά με «ιδία μέσα», μέσω σύγκρουσης που απαιτούσε σοβαρή στρατιωτική προετοιμασία και οικονομική ευρωστία.

Το νέο Σώμα μορφωμένων αξιωματικών βρέθηκε στην πρωτοπορία αυτής της εκσυγχρονιστικής δυναμικής, αισθανόμενο σοβαρή ευθύνη σε θέματα συναφή με τη στρατιωτική προπαρασκευή αλλά και την αναγκαιότητα για δυναμική εξωτερική πολιτική. Αυτό οδήγησε συχνά σε εξωθεσμική δράση, όπως θα δούμε, την οποία για να κατανοήσουμε πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιαίτερη θέση των αξιωματικών της εποχής στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η προέλευση των αποφοίτων, ειδικά της ΣΣΕ, από τις επιφανείς οικογένειες της εποχής, το ανώτερο συγκριτικά και ενιαίο μορφωτικό επίπεδο των αποφοίτων και των δύο σχολών αξιωματικών (ΣΣΕ, ΣΣΥ), η ενεργός ανάμειξη πολλών στην πολιτική και τέλος, η μεγάλη αποδοχή του επαγγέλματος από την κοινωνία, δημιούργησε ένα δυναμικό επαγγελματικό Σώμα με αυτοπεποίθηση και συνείδηση ιστορικού ρόλου. Έτσι λοιπόν, ένας δυναμικός ιδεαλισμός στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης υπόδουλων εδαφών, συγκροτεί τη βασική ιδεολογία που κυριαρχεί στο Σώμα των Αξιωματικών.

Πέρα από αυτή την κύρια αλλά ουσιαστικά πολιτικής φύσεως– με την ευρεία έννοια –ιδεολογία, ενδιαφέρον έχουν και οι στενότερα επαγγελματικές αντίστοιχες. Στο στράτευμα, όπως και στην πολιτική ζωή άλλωστε, επικρατεί ένα κράμα εγχώριων αλλά και ξενόφερτων επαγγελματικών αξιών. Μαζί με την πατροπαράδοτη φιλοπατρία και ανδρεία στη μάχη, οι νέοι αξιωματικοί γαλουχούνται στις στρατιωτικές σχολές και σε λιγότερο καλά κατανοητές έννοιες την εποχή εκείνη, όπως η αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, η έννοια της υπηρεσίας και του καθήκοντος όπως προβλέπονταν από τους– γαλλικούς κυρίως – κανονισμούς και τέλος, ο σεβασμός προς θεσμούς αντί για πρόσωπα. Η ανταπόκριση του προσωπικού στα παραπάνω προφανώς ήταν πιο εύκολη σε παραδοσιακές αξίες όπως η γενναιότητα και δυσκολότερη σε αξίες που εισήχθησαν από τη Δύση.

Ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Πραΐδης,

πρώτος αξιωματικόςαπόφοιτος της ΣΣΕ 

που σκοτώθηκε σε μάχη το 1866, στον 

Βαφέ της Κρήτης.

Ως προς τις τελευταίες είναι συχνό το φαινόμενο σε όλη αυτή την περίοδο πολλοί αξιωματικοί να αφήνουν την υπηρεσία τους και να μεταβαίνουν σε υπόδουλες περιοχές όπως Κρήτη Μακεδονία κλπ, για να πολεμήσουν. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο πρώτος πεσών στην μάχη απόφοιτος της ΣΣΕ, ο υπολοχαγός πυροβολικού Αλέξανδρος Πραΐδης, αρχηγός της τάξης του 1857, που σκοτώθηκε ως εθελοντής στη μάχη του Βαφέ στην Κρήτη το 1866. Η συμμετοχή σε αντάρτικα σώματα ανά την υπόδουλη Ελλάδα συνεχίστηκε από πολλούς αξιωματικούς μέχρι τον Α΄ΠΠ και επειδή αυτές δεν έγιναν όλες με βάση σχέδια της ηγεσίας, είναι ενδεικτική αφ΄ενός της φιλοπατρίας αφ΄ετέρου της ελαστικής σε σχέση με σήμερα έννοιας της περί την υπηρεσία πειθαρχίας.

Σύμφωνα πάντως με την διδασκαλία της εποχής στην ΣΣΕ, ο αξιωματικός έχει «ως εκλεκτότερα κοσμήματα του χαρακτήρα του, την προς το καθήκον αφοσίωση, την ευθύτητα, την σταθερότητα, την ανιδιοτέλεια, το θάρρος της ευθύνης, την ευψυχία και την αποφασιστικότητα.»

Ενδιαφέρον για την επαγγελματική ιδεολογία έχουν και οι έννοιες των στρατιωτικών παραδόσεων και της στρατιωτικής τιμής. Ως προς το πρώτο, είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αριθμούντο τα προβλεπόμενα τότε από τον Οργανισμό του Στρατού, 8 τάγματα Ευζώνων[24]. Είχαν αρίθμηση από το 1 έως το 9,παραλείποντας τον αριθμό 5. Ο λόγος ήταν η επονείδιστη απώλεια της πολεμικής σημαίας από το πάλαι ποτέ 5ο Τάγμα Ευζώνων σε μια ταπεινωτική συμπλοκή στην Κούτρα το 1886[25], όνειδος εξ αιτίας του οποίου το 5ο ευζωνικό τάγμα καταργήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα και δε συγκροτήθηκε ποτέ ξανά. Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι τα – συνήθως δύο – συντάγματα Ιππικού «στερούντο της τιμής να φέρουν Σημαία» μέχρι τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Σε αυτό συνέβαλε η απώλεια της Πολεμικής Σημαίας του νεοπαγούς ελληνικού Ιππικού[26]σε μάχη το μακρινό…1826 κατά την Ελληνική Επανάσταση, στην Εκστρατεία στην Κάρυστο.

Αριστερά ο αριστοκράτης ιδεαλιστής ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς. 

Δεξιά ο υπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης το 1900, εγγονός του

«Γέρου», επανειλημμένως εθελοντής σε αποστολές εκτός συνόρων. 

Για τα ζητήματα τιμής είναι πάλι ενδεικτική η σχετική διδασκαλία στην ΣΣΕ: «[..] Η διατήρηση της τιμής ασπίλου, είναι το ιερότερο των καθηκόντων». Είχαν συσταθεί γι’ αυτό και τα «στρατιωτικά συμβούλια τιμής» ανά μεραρχία, ώστε  να επιλύουν «θέματα στα οποία η δικαιοσύνη δεν δίνει ικανοποίηση» κατά την ορολογία αξιωματικού της εποχής. Αφορούσαν βασικά ζητήματα προσβολών και ύβρεων με την ευρεία έννοια και μάλιστα όταν ο θιγόμενος δεν ικανοποιούταν συχνά η κατάληξη ήταν η μονομαχία, όπου κάποιοι έχαναν την ζωή τους. Γνωστούς πρωταγωνιστές για παράδειγμα, είχε μια μονομαχία αξιωματικών το 1904, μεταξύ του Παύλου Μελά και του υπολοχαγού Γεώργιου Κολοκοτρώνη (εγγονού του Γέρου του Μωριά) για κάποια παρεξήγηση σχετικά με τις προοπτικές του Μακεδονικού Αγώνα. Ευτυχώς η μονομαχία – με πιστόλι – μεταξύ των δύο εκλεκτών στελεχών έληξε με ελαφρύ μόνο τραυματισμό του Κολοκοτρώνη. Αμφότεροι οι αξιωματικοί στη συνέχεια τίμησαν την Πατρίδα με τους αγώνες τους και την τελική θυσία τους στο πεδίο της μάχης. Ο μεν Παύλος Μελάς, πρωτοστάτης Μακεδονομάχος, έπεσε στα Στάτιστα της Μακεδονίας το 1903, ο δε Γεώργιος Κολοκοτρώνης έπεσε το 1913 «κατάστικτος από τα θραύσματα», πολεμώντας ως διοικητής του ανεξάρτητου τάγματος Κρητών στην φονική μάχη του Ογνιάρ Μαχαλά (Υψ. 1378)

Αξιωματικοί και Πολιτική

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι εν ενεργεία στρατιωτικοί όχι μόνο δεν ήταν αποκομμένοι από το πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος. Οι τότε κοινωνικές αντιλήψεις και πρακτικές διέφεραν σημαντικά από τις σημερινές και πρέπει να τοποθετηθούν σωστά στο ιστορικό πλαίσιο, ώστε  να μην εξαχθούν λανθασμένα συμπεράσματα. Φυσικά τα παραπάνω την εποχή εκείνη δεν ίσχυαν μόνο στην Ελλάδα καθώς  ο διαχωρισμός του στρατού από την πολιτική υπήρξε γενικώς μια βαθμιαία κατάκτηση.

Όπως είδαμε παραπάνω, οι αξιωματικοί και ειδικά οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, ανήκαν στην κοινωνική και οικονομική αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Δεν αποτελεί λοιπόν παράδοξο ότι στην πράξη απετέλεσαν οργανικό τμήμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Άλλωστε οι μείζονες πολιτειακές μεταβολές όπως η εισαγωγή του Συντάγματος το 1843 και λίγο αργότερα η μετατροπή του πολιτεύματος σε Δημοκρατία, έγινε με τη συνδρομή αξιωματικών σε καίριες θέσεις[27]. Υπήρχε μάλιστα και θεσμική κατοχύρωση στα πολιτικά τους δικαιώματα. Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1864, που ίσχυε μέχρι το 1911, επέτρεπε σε ενεργεία αξιωματικούς να είναι ταυτόχρονα και βουλευτές, σε αντίθεση με τους υπαλλήλους στους οποίους απαγορευόταν.Ενδεικτικά, μεταξύ των ετών 1875 και 1895, ένα ποσοστό μεταξύ 8% και 15% των βουλευτών ήταν εν ενεργεία αξιωματικοί, μερικοί μάλιστα και κατωτέρων βαθμών, ενώ ο Υπουργός Στρατιωτικών ήταν συνήθως στρατιωτικός. Οι βουλευτές αξιωματικοί ελάμβαναν μια άδεια μη συμμετοχής στο στράτευμα (διαθεσιμότητα), η οποία όμως χρονικά προσμετρούταν στην συνολική υπηρεσία του αξιωματικού, έτσι προάγονταν χωρίς να υπηρετούν πραγματικά. Εντός αυτού του συνταγματικού πλαισίου, πολύ διαφορετικού από το σημερινό, εκτυλίχθηκε η στρατιωτική καριέρα αξιωματικών που τα ονόματά τους έγιναν αργότερα γνωστά την εποχή του Διχασμού. Έτσι την εποχή εκείνη, η φανερή εκδήλωση πολιτικών φρονημάτων από αξιωματικούς δεν έκανε καθόλου την εντύπωση που θα έκανε σήμερα, ενώ και η πολιτική δράση πολλών αξιωματικών είχε και άλλες, μη θεσμικές, αλλά κοινωνικά αποδεκτές εκφάνσεις, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο αναμορφωτής του Ελληνικού Στρατού, πίστευε στην αποπολιτικοποίηση του στρατού και προσπάθησε με νομοθετήματα να περιορίσει τα παραπάνω συνταγματικά δικαιώματα των αξιωματικών, αλλά η προσπάθεια του ανατράπηκε αργότερα με νόμους του πολιτικού του αντιπάλου Δηλιγιάννη.

Τελικά, το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και εν ενεργεία αξιωματικού, που σκόπευε στην απομάκρυνση των αξιωματικών από την Πολιτική, θεσμοθετήθηκε μόλις με το Σύνταγμα του 1911, από τον Βενιζέλο. Δεν υπήρχε όμως ο απαιτούμενος χρόνος ώστε  αυτή η σοβαρή δομική αλλαγή να εμπεδωθεί και να παγιωθεί. Ήδη, οι αξιωματικοί που λίγο μετά έγιναν γνωστοί από την εμπλοκή τους στον Εθνικό Διχασμό, σταδιοδρομούσαν από πολλών ετών στο στράτευμα, ενώ μερικοί ήταν ήδη ανώτεροι.

Αξιωματικοί και Θρόνος

Για τη σχέση Στρατού και Πολιτικής, εκτός από τη δυνατότητα αναμείξεως των αξιωματικών στην πολιτική, μεγάλη σημασία είχαν οι σχέσεις των αξιωματικών με τον άλλο ισχυρό πόλο εξουσίας στην Ελλάδα, τον Θρόνο[28]. Βασικό ρόλο εδώ είχε η θέση του Βασιλιά – θεσμοθετημένη μάλιστα – στο στράτευμα. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, τόσο του 1864 (άρθρο 32) όσο και του 1911, ο Βασιλιάς «άρχει των κατά ξηρά και θάλασσα δυνάμεων», χωρίς μάλιστα στο άρθρο να υπάρχει κάποια περιοριστική διευκρίνιση όπως π.χ. στο σημερινό αντίστοιχο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το άρθρο αυτό προφανως παρείχε στο Θρόνο, ή και επιβεβαίωνε, μια υπερέχουσα θέση στο στράτευμα, δίνοντας αφορμή για μόνιμη εμπλοκή στα καθαρώς στρατιωτικά πράγματα, για τα οποία όμως κανονικά υπεύθυνος ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών. Πράγματι, καθώς το πολίτευμα ήταν πια δημοκρατικό, άλλα άρθρα του Συντάγματος (Άρθρα 29, 30) προέβλεπαν την πρωτοκαθεδρία και ευθύνη της αιρετής Κυβέρνησης, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «το πρόσωπο του Βασιλιά είναι ανεύθυνο, και απαραβίαστο και οι Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι». Με άλλα λόγια, στο Σύνταγμα ουσιαστικά υπήρχε μια σοβαρή αντίφαση, καθώς ορίζεται ένας φορέας εξουσίας (ο Βασιλιάς) να άρχει ενός οργανισμού, και μάλιστα όχι εθιμοτυπικά, και ταυτόχρονα ένας άλλος φορέας εξουσίας (ο Υπουργός Στρατιωτικών, δηλ. η αιρετή Κυβέρνηση) να έχει την ευθύνη. Οι συγκεχυμένες στην εφαρμογή τους αυτές διατάξεις ήταν απόρροια της θεμελιώδους πολιτειακής διαμάχης που μάστιζε το νέο Κράτος, δηλαδή της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων του Θρόνου στην πολιτική ζωή.

Για το θέμα που εξετάζουμε, η σχέση των αξιωματικών με τον Βασιλιά τονίζονταν με τελετές όπως ο ετήσιος χορός των Ανακτόρων κάθε Πρωτοχρονιά, όπου παρίσταντο – πλην των πολιτικών αρχών – και όλοι οι αξιωματικοί και που περιελάμβανε και λαμπρή διαδικασία… χειροφίληματος[29].Κυρίως, όμως η σχέση αξιωματικών-Θρόνου εκδηλωνόταν σε δύο πολύ σημαντικότερα ζητήματα: Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο Στρατιωτικός Όρκος δέσμευε τους στρατιωτικούς σε «Πίστη στην Πατρίδα και στον Συνταγματικό Βασιλέα των Ελλήνων«. Λαμβάνοντας υπόψη το ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα της εποχής, είναι αναμενόμενη η επίκληση του Όρκου, είτε ως αιτία είτε έστω ως αφορμή, για υπακοή στα κελεύσματα του Θρόνου.

Επιπλέον, η υψηλή πολιτική θέση και η αίγλη του Θρόνου εύρισκε φυσικούς υποστηρικτές μεταξύ αξιωματικών που αποδέχονταν, για ιδεολογικούς ή για λόγους συμφέροντος, την πρωτοκαθεδρία του στα στρατιωτικά πράγματα. Συνήθως τα στελέχη που υποστήριζαν ένα προνομιούχο ρόλο του Θρόνου στο στράτευμα και ότι η ηγεσία του στρατεύματος ανήκε δικαιωματικά στον Θρόνο, ονομάζονται συνήθως «βασιλόφρονες».

Από την άλλη πλευρά, αριθμός αξιωματικών είχε την άποψη ότι ο θεσμός της βασιλείας δεν έπρεπε να έχει άμεση παρουσία στο στράτευμα. Η ομάδα αυτή, που θα ονομάζαμε σύμφωνα με φράση του Γονατά «δημοκρατική», δεν είχε ενιαία ιδεολογία και επηρεαζόταν ως ένα βαθμό από τα πολύπλοκα δίκτυα πατρωνίας-πελατείας, που αποτελούσαν όπως είπαμε σημαντικό μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα. Σε τελική ανάλυση και ο Θρόνος απετέλεσε μέρος αυτών των δικτύων για τα βασιλόφρονα στελέχη. Για το Σώμα των αξιωματικών, η δράση των πατρωνικών δικτύων οπωσδήποτε απετέλεσε εμπόδιο στην ανέλιξη των πλέον ικανών στην στρατιωτική ιεραρχία, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για το Σώμα. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι όπως απέδειξε η πράξη, η ωφελιμιστική ιδεολογία που στήριζε τα δίκτυα αυτά δεν ήταν η βασική για το Σώμα.

Αποτιμώντας την αλληλεπίδραση των αξιωματικών με την πολιτική, διαπιστώνουμε ότι ήταν εξαιρετικά επιζήμια τόσο για τους ίδιους ως Σώμα, όσο και – ιδίως – για την Πατρίδα. Η συνυφασμένη με την ευνοιοκρατία ενασχόληση πολλών αξιωματικών με τις βουλευτικές εκλογές, απομυζούσε χρόνο και ενέργεια και μαζί με τις έριδες βασιλοφρόνων και μη, δυσχέραιναν τις προσπάθειες αξιοκρατίας που είναι κρίσιμη στο Σώμα των Αξιωματικών.

Όσο ο Θρόνος και η Κυβέρνηση – με τον αρμόδιο υπουργό – εύρισκαν τρόπους συνεννόησης, όλα τα παραπάνω είχαν μεγάλη αλλά όχι καθοριστική σημασία. Αλλά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατάσταση θα χειροτέρευε. Όταν το 1915 εκδηλώθηκε η περίφημη ιστορική διαφωνία Κωνσταντίνου-Βενιζέλου και μετά ο Εθνικός Διχασμός, η διάσπαση και πλήρης ρήξη του πολιτικού συστήματος συμπαρέσυρε σε ανάλογη διάσπαση και το Σώμα των αξιωματικών που όπως είδαμε είχε ισχυρούς και ιστορικούς δεσμούς με την πολιτική. Το πως συνέβη αυτό και τις βαριές συνέπειες του στο Σώμα και γενικότερα, θα τα δούμε εξετάζοντας την αντίστοιχη χρονική περίοδο στην εξέλιξη του Σώματος.

Μια πρώτη σύνοψη

Η συγκρότηση του  Σώματος των Ελλήνων αξιωματικών, ως σύγχρονη έννοια, θεμελιώθηκε τη δεκαετία του 1880, υπό την εκσυγχρονιστική πολιτική προσωπικότητα του Χαρίλαου Τρικούπη. Μέσω μιας νέας θεσμοθετημένης διαδικασίας επιλογής και εκπαίδευσης, ένας αυξανόμενος αριθμός καλά καταρτισμένων στελεχών άρχισε να υπηρετεί πλέον στο στράτευμα και ειδικά στα παραμελημένα μέχρι τότε Πεζικό και Ιππικό. Επιπλέον ελπιδοφόρα στοιχεία ήταν και ένα μαχητικό πνεύμα υπό την επίδραση της κυρίαρχης αλυτρωτικής ιδεολογίας, σοβαρό πλεονέκτημα για την αποστολή των αξιωματικών που είναι η προετοιμασία και διεξαγωγή πολέμου. Ωστόσο σοβαρή τροχοπέδη απετέλεσε η αλληλεπίδραση τους με την πολιτική, δομικό στοιχείο – μαζί με τα πατρωνικά δίκτυα – της κοινωνίας της εποχής, αλληλεπίδραση η οποία καθυστέρησε καίριες επαγγελματικές εξελίξεις και εμπόδισε την θεμελιώδη έννοια της αξιοκρατίας. Το πως συνέβησαν αυτά, θα  δούμε στο επόμενο τμήμα, στην «Εξέλιξη του Σώματος».

Βιβλιογραφικό Σημείωμα

Όπως αναφέρθηκε και στον πρόλογο, το θέμα που πραγματεύεται το παραπάνω κείμενο δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα ως ενιαίο ζήτημα, έτσι δεν υπάρχει ειδική βιβλιογραφία αναφοράς. Ελάχιστοι ιστορικοί συγγραφείς έχουν προσεγγίσει το θέμα των ελλήνων αξιωματικών πριν το 1922 και μόνο υπό την οπτική της «επέμβασης του στρατού στην πολιτική» και όχι εξετάζοντας τον βασικό τους ρόλο στην ελληνική ιστορία. Το σημαντικότερο ίσως βιβλίο είναι το πρώτο στον κατάλογο που ακολουθεί, του Θ. Βερέμη. Σημαντικό αφού παραπέμπει σε μεγάλο όγκο πρωτογενών πηγών αλλά δίνει υπερβολική έμφαση στην θέση ότι στην εξωθεσμική πολιτική δράση των αξιωματικών, πολύ βασικό ρόλο έπαιξε η προσμονή υλικής εξασφάλισης και προαγωγών, θέση που δεν τεκμηριώνεται επαρκώς.

Κατά τα λοιπά, το κείμενο στηρίχθηκε κατ΄αρχάς στην βιβλιογραφία που αναφέρουμε στη σελίδα Βιβλιογραφία. Επιπλέον, ειδικά για το υπόψη θέμα χρήσιμα στάθηκαν και τα βιβλία που παρατίθενται στον κατάλογο που ακολουθεί:

  • Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική, 1916-1936, Βερέμη Θ. εκδ 1977
  • Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση, Γ. Δερτιλή, εκδ 1985.
  • Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος, Τσουκαλά Κ. εκδ. 1986
  • Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945, Σβολόπουλου Κ. εκδ. 1984
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΓ και ΙΔ, συλλογικό
  • Mεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, συλλογικό, εκδ. 1933
  • Αναμνήσεις, Π Δαγκλή, επιμ. Λευκοπαρίδη Ξ., εκδ. 1965
  • Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Αντιστράτηγου Φωτόπουλου Χ, εκδ. 1998
  • Ιστορία Στρατιωτικής Σχολής Υπαξιωματικών, Αγνωςτου, 1930.
  • Αναμνήσεις ενός Πυροβολητή, Αντιστράτηγου Παπαδόπουλου Δημήτριου
  • Τα Πενήντα Χρόνια της Ζωής μου, Πρίγκηπος Νικολάου, εκδ. 1926.,
  • Ιστορικές Αναμνήσεις, Σαράφη Σ. εκδ. 1980
  • Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Γατόπουλου Δ., εκδ. 1947
  • Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Εδουάρδου Ντριώ, έκδ. 1930
  • Κωνσταντίνος ΙΒ, Αντιστρατήγου Ιωαννίδου Ι, εκδ. 1931

Κλεάνθης

————————————————–

(Σημείωση: Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στη διεύθυνση Μικρασιατική Εκστρατεία – To Σώμα των Ελλήνων Αξιωματικών έως το 1922 – Μέρος Α’, όπου και μπορούν να γίνουν σχετικά σχόλια.)

Υποσημειώσεις

[1] Η πρώτη σχολή ανωτέρου επιπέδου στο Ελληνικό Κράτος.

[2] Ενδεικτικά, ειδικά για την Φρουρά Αθηνών λειτουργούσε ένα επιμορφωτικό σχολείο για ήδη αξιωματικούς, με… δίωρη διδασκαλία καθ΄ εκάστη για 4 μήνες.

[3] Εν ενεργεία αξιωματικοί, όπως θα αναλυθεί στο τμήμα περί των σχέσεων με την Πολιτική.

[4] Και για το Οικονομικό Σώμα που επίσης δημιούργησε ο Τρικούπης.

[5] Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.

[6] Πολλοί αξιωματικοί την εποχή εκείνη, ονόμαζαν έτσι τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ώστε να οργανωθεί ως ισχυρή χώρα η Ελλάδα και ο στρατός της, εν όψει της αναδιανομής της Βαλκανικής.

[7] Με κάποια μικρά διαλείμματα.

[8] Ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης που τον μοιραίο Αύγουστο του 1922 συνελήφθη αιχμάλωτος του Κεμάλ, ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια των Τρικούπηδων από όπου προήρχετο και ο Χαρίλαος Τρικούπης.

[9] Άξια αναφοράς η συμβολή των Η. Κανελλόπουλου και Λ. Παλάσκα σε αυτό.

[10] Το θεωρητικό-επιστημονικό μόνο κομμάτι της ΣΣΕ διαρκούσε – μέχρι τον Τρικούπη – 5 χρόνια και έδινε δυνατότητα εργασίας ως «φυσικομαθηματικός»  ή μηχανικός. Απόφοιτοί της ήταν ακόμα και καθηγητές στο νέο τότε Πολυτεχνείο.

[11] Στα Γυμνάσια τα αρχαία ελληνικά και λατινικά διδάσκονταν τριπλάσιες ώρες από τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.

[12] Έως τα όρια της υπερβολής, όπως θα δούμε στην εξέλιξη του Σώματος.

[13] Ο πρίγκιπας Ανδρέας – προφανώς – εξαιρέθηκε, καθώς είχε επιλέξει μόνος του το Όπλο του Ιππικού.

[14] Οι αξιωματικοί ΠΒ-ΜΧ έπαιρναν ένα επιπλέον επίδομα «διδακτικών βιβλίων» και προτιμούνταν για την τοποθέτηση σε προνομιούχες γενικές θέσεις.

[15] Την κοινωνική τους κατωτερότητα σχολιάζει ο Μεταξάς, ενώ ο στρατηγός Μαζαράκης τους περιγράφει ως σχεδόν απαίδευτους.

[16] «Υπαξιωματικοί μαθητές» σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο της Σχολής.

[17] Το Άργος για παράδειγμα απέκτησε Γυμνάσιο μόλις το 1893 και μάλιστα διθέσιο, το οποίο έγινε τριθέσιο το 1903.

[18] Τα πρώτα λίγα χρόνια ήταν διετής.

[19] Η αλήθεια είναι ότι οι απόφοιτοι της ΣΣΕ τύγχαναν κάποιας προνομιακής μεταχείρισης.

[20] Υποχρεωτική εδώ η αναφορά στον «Ουλαμό Εφέδρων Αξιωματικών» του Αφιόν Καραχισάρ το 1922, για τον ηρωικό του αγώνα στην φονική μάχη του Αλή Βεράν.

[21] Φοίτησε στην ΣΣΕ όταν ακόμα δεν υπήρχε η Σχολή Δοκίμων και προτίμησε το Βασιλικό Ναυτικό. Σε μικρή ηλικία είχε φοιτήσει και σε ναυτική σχολή στην Δανία.

[22] Ίσως δεν θεωρήθηκε απαραίτητο αλλά αφορά τον αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού σε 2 πολέμους.

[23]Δίδαξε αργότερα πυγμαχία στην ΣΣΕ.

[24]Με τον Οργανισμό Στρατού του 1885.

[25] Στα θεσσαλικά σύνορα. Αιχμαλωτίστηκαν 270 άνδρες και 9 αξιωματικοί.

[26] Είχε ιδρυθεί το 1825 με εντολή του Φαβιέρου ως τακτική δύναμη 3 ιλών.

[27] Ακόμα και με μάχες που έφτασαν στα όρια εμφυλίου το 1863.

[28] Υπενθυμίζω ότι εξετάζουμε εδώ την περίοδο μέχρι το 1922. Η φοβερή Μικρασιατική Καταστροφή επέφερε σημαντικές αλλαγές στις νοοτροπίες.

[29]Οι αξιωματικοί ασπάζονταν το χέρι της βασίλισσας ενώ ο βασιλιάς με τη μεγάλη στολή στρατηγού, ευχόταν με χειραψία «Έτη Πολλά»